Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006
Ο κ. Κόϋνερ μιλάει για τα Δέντρα.


Όταν ρώτησαν τον κ. Κόϋνερ ποια ήταν η σχέση του με την φύση εκείνος αποκρίθηκε:
Θα μου άρεσε βγαίνοντας από το σπίτι μου να αντικρίζω κάπου - κάπου και μερικά δέντρα. Προπαντός γιατί με το αλλάζουν από μέρα σε μέρα και από εποχή σε εποχή πλησιάζουν πολύ στην πραγματικότητα. Συμβαίνει ακόμα να τα χάνουμε χρόνο με το χρόνο στις πολιτείες, βλέποντας γύρω μας μόνο αντικείμενα κοινής χρήσης, σπίτια που αν δεν τα κατοικούσαν θάταν αδειανά και δρόμους που αν δεν τους χρησιμοποιούσαν θάταν δίχως νόημα.
Το αλλόκοτο κοινωνικό μας σύστημα μας κάνει εξ άλλου να βλέπουμε και τους ανθρώπους σαν τέτοια αντικείμενα κοινής χρήσης.
Έτσι, τα δέντρα έχουν, τουλάχιστον για μένα που δεν είμαι μαραγκός, κάτι το ανεξάρτητο που με γαληνεύει, κάτι έξω από μένα και φτάνω μάλιστα να ελπίζω ότι ακόμα και για τον μαραγκό έχουν κάτι δικό τους που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί.
Καλά, ρώτησαν τότε τον κ. Κόϋνερ, γιατί δεν πηγαίνετε κάπου - κάπου στην ύπαιθρο, μιας και θέλετε να βλέπετε δέντρα.
Ο κ. Κόϋνερ αποκρίθηκε με απορία :
Μα εγώ είπα ότι θέλω να τα βλέπω βγαίνοντας από το σπίτι μου.

(Ο κ. Κόϋνερ είπε ακόμα: Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούμε την φύση με οικονομία. Όταν κανένας τριγυρνάει στην φύση άσκοπα, χωρίς δουλειά, εύκολα οδηγείται σε μια αρρωστημένη κατάσταση, τον πιάνει κάτι σαν πυρετός)

Μπέρτολτ Μπρέχτ
Ιστορίες του κ. Κόϋνερ
Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής

Μετάφραση Πέτρος Μαρκαρης


Αγαπώ τα δέντρα
Αλλά ο κ. Κ. μιλάει πιο τεχνοκρατικά από μένα σχετικά με αυτά.

Την δική μου εικόνα φιλοξενεί ο Σταύρος
σήμερα
στο λουλουδιασμένο blog του.



Είχα ετοιμάσει το κείμενο αυτό εδώ και καιρό,
σε αναμονή αυτης της φιλοξενίας
και ευτυχώς
γιατί είναι ο χρόνος είναι λιγοστός αυτές τις μέρες.

Ετικέτες

 
posted by ralou at 10:16 π.μ. | Permalink | 14 comments
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006
Αγραναπαυση ...


Για λίγες μέρες.
Λίγες είπαμε!
Αρρωστοι γονείς, νοσοκομεία, τρεχάματα.
Ελπίζω να έχουν σύντομα, αίσιο τέλος.
Ή
όσο αίσιο τέλος
μπορεί να ελπίζει κανείς τέλος πάντων.

Ετικέτες

 
posted by ralou at 12:03 μ.μ. | Permalink | 16 comments
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006
Φουριόζοι έφηβοι, επιστρέφουν στο Σχολείο
Από το παράθυρο βλέπω στρατιές πιτσιρίκια να πηγαίνουν στο Γυμνάσιο της γειτονιάς μου. Στο ίδιο σχολείο που πήγα και εγώ πριν από πολλά χρόνια.

Τα βλέπω να περνάνε βαριεστημένα με το σχολικό σακίδιο παλιό ή ολοκαίνουργιο, σέρνοντας παπούτσια χωρίς κορδόνια δύο νούμερα μεγαλύτερα, με τα μάτια μισόκλειστα και στο βλέμμα "μην του μιλάτε του παιδιού, μπορεί να σας δαγκώσει".


Τα βλέπω να περνάνε υπερκινητικά σε μικρές ή μεγάλες παρέες, να κάνουν άχαρες πλάκες μεταξύ τους με αδέξιες μισοαντρικές φωνές (τα αγόρια) ή με ακίσματα και χαζογελάκια (τα κορίτσια). Να σπρώχνονται να χτυπιούνται και να τρέχουν και όταν φτάνουν στο προαύλιο να μαζεύονται σε μεγάλα πηγαδάκια και να συζητάνε ότι άγνωστο και μυστηριώδες συζητάνε οι έφηβοι σήμερα.


Τα βλέπω να παρενοχλούν τους περαστκούς, ακόμα και ηλικιωμένους, που επιρεασμένοι από τα νέα για παιδικές συμμορίες που κατακλύζουν τα κανάλια μαζεύονται φοβισμένοι στην άκρη του δρόμου όταν περνάει η ορδή.

Τα βλέπω να καταστρέφουν με θαυμαστή και απενοχοποιημένη αδιαφορία τα λιγοστά φυτά που διαθέτει το σχολείο και ο πεζόδρομος απ΄ έξω. Με μεθοδικότητα και σιγουριά ένας δεκατετράχρονος κόβει τον κορμό της μπουκαμβίλιας, όχι ακριβώς για τον κόψει αλλά για να απασχολήσει τα χέρια του.

Τα βλέπω να υποδέχονται τους καθηγητές τους με γιουχαΐσματα, με κοροϊδίες και άναρθρες κραυγές, το ίδιο και τον ιερέα που θα κάνει αγιασμό.

Όλα μαζί, ένας όχλος φοβιστικός και ελαφρά ανεξέλεγκτος που βράζει έτοιμος να εκραγεί και να τινάξει μακριά από θρανία, μέχρι πλεονάσματα ορμονών.

Από τότε που ήμουν δεκατέσσερα έχει περάσει πάρα πολύς καιρός.


Δεν θυμάμαι να ήταν τόσο άγρια τα πράγματα , αλλά τα παιδιά αυτά είναι παιδιά συμμαθητών μου που μεγαλώσαμε και ζήσαμε σε παρόμοιες συνθήκες και αναρωτιέμαιπως επέτρεψαν να εξελιχθούν έτσι, τα δικά τους παιδιά.Τι κάνει τα τωρινά παιδιά να είναι τόσο άγρια και αδιάφορα. Τι τα κάνει τόσο ανώφελα σκληρά.
Γνωρίζω, ότι όλα τα παιδιά από καταβολής κόσμου, είναι σκληρά, ίσως απλά γιατί έτσι ανακαλύπτουν τον κόσμο και τα όρια τους ή ίσως γιατί δεν έχουν αναπτύξει ακόμα πρακτικές πολιτικής ορθότητας που τους επιβάλει η ενηλικίωση.
Σήμερα όμως παρατηρώ αυτό να γίνεται στον υπερθετικό βαθμό και να γίνεται αυτοσκοπός.

Που είναι οι γονείς τους να τα οδηγήσουν από πιο πολιτισμένα μονοπάτια στην ενηλικίωση. Ποιος δίνει στον έφηβο την δυνατότητα να θεωρεί δεδομένο ότι μπορεί να
παρενοχλήσει τους περαστικούς, να
βρίσει τον καθηγητή του, να κοροϊδέψει τον αντιπρόσωπο της θρησκείας – στην οποία, κατά τεκμήριο, ανήκει- να καταστρέψει το περιβάλλον στο οποίο ζει και κινείται τα δώδεκα χρόνια της βασικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του. Τι κάνει αυτά τα παιδιά να θεωρούν ότι όλος ο κόσμος είναι δικός τους όχι για να τον κατακτήσουν και να τον κατανοήσουν αλλά απλά να τον καταναλώσουν;

Από την άλλη οι καθηγητές, πρόσωπα εξέχοντος κύρους στα δικά μου μαθητικά χρόνια, δείχνουν να έχουν συμβιβαστεί με την κατάσταση. Οι πιο πολλοί κάνουν την δουλειά τους χωρίς να δίνουν σημασία λες και έχουν παραδώσει τα όπλα και απλά ανέχονται την κατάσταση διεκπεραιώνοντας τις διδακτικές ώρες μέχρι να γυρίσουν σπίτι τους.


Δεν ξέρω αν είμαι υπερβολική. Άλλωστε δεν έχω δικά μου παιδιά για να έχω μέτρο σύγκρισης.
Μπορεί αυτοί οι συγκεκριμένοι γονείς να είναι πιο πολυάσχολοι σε σχέση με τους δικούς μας ή μπορεί να θεωρούν ότι τα παιδιά τους πρέπει να είναι πιο δυναμικά ή ότι η υπερβολική πειθαρχία θα τα κάνει άβουλα και δεν θα πετύχουν στην ζωή τους.


Δεν ξέρω.

Να το συζητήσουμε;



p.s.
Ο φίλος jason είναι ενας νέος άθρωπος πο έχει καταγράψει την δική του ματιά στο θέμα
Διαβάστε το
εδω
Αξίζει τον κόπο!
 
posted by ralou at 3:53 μ.μ. | Permalink | 36 comments
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006
Το τάπερ με τα κεφτεδάκια στην παραλία του Σχινιά

H παραλία του Σχινιά στο αριστερό άκρο του κόλπου του Μαραθώνα είναι μια πλατιά αμμουδιά που από την θάλασσα φτάνει μέχρι το πευκοδάσος 50 μέτρα πιο πέρα και χώνεται στις παρυφές του.
Ακόμα και σήμερα με το Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο σε απόσταση αναπνοής καταφέρνει να μην έχει αλλάξει καθόλου εδώ και δεκαετίες.
Μέχρι και οι δύο τρεις ψαροταβέρνες είναι απαράλλαχτες και λειτουργούν ακόμα (τώρα πια με τα ΚΑΠΗ που εκδράμουν συλλογικά τις καθημερινές του Ιουλίου) προσφέροντας στους συνταξιούχους πορτοκαλάδα με ανθρακικό και ενίοτε κατεψυγμένα τηγανητά καλαμαράκια και μπύρα.

Επισκεπτόμαστε συχνά αυτή την παραλία. Από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας μέχρι προχθές.
Τα μακρινά εκείνα καλοκαίρια που ο πατέρας δούλευε διπλοβάρδια στο εργοστάσιο, δεν υπήρχε περιθώριο για καλοκαιρινές διακοπές.
Ωστόσο, εκείνος, παθιασμένος φίλος της θάλασσας προσπαθούσε να μην χάνει τελείως την επαφή μαζί της.

Τρεις ή τέσσερις φορές λοιπόν κάθε καλοκαίρι, η οικογένεια πήγαινε "εκδρομή"
Εκδρομή σήμαινε διήμερο στον Σχινιά – Πάμε στα Σκίνα λέγαμε τότε- με υπαίθρια διανυκτέρευση.
Η μαμά οργάνωνε το εγχείρημα το πρωί του Σαββάτου που ο πατέρας ήταν στην δουλειά. Αμπαλάριζε σε σακ-βουαγιάζ και τσάντες: κουβέρτες, μουσαμάδες, πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, θερμός, πετσέτες, ρούχα και μαγιό, σαγιονάρες, σωσίβια και κουβαδάκια και ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για την Εκδρομή.
Το σπίτι αναστατωνόταν από τις προετοιμασίες και εμείς τα παιδιά μπαίναμε σε ανυπόμονη αναμονή και μπλεκόμαστε συνεχώς στα πόδια της.

Ο πατέρας σχεδόν κάθε φορά τηλεφωνούσε για να μην ξεχάσουμε δύο πράγματα. Την αλατιέρα και το κόκαλο για τα παπούτσια.
[Παρένθεση: Δεν έχω μιλήσει για τον πατέρα ξανά αλλά σας διαβεβαιώνω ότι εκτός του ότι ήταν φανατικός αλατοφάγος, δεν πήγαινε πουθενά χειμώνα – καλοκαίρι, αν δεν φορούσε κοστούμι και γραβάτα και τα δετά δερμάτινα παπούτσια του. Ακόμα και στο εργοστάσιο που δούλευε πήγαινε με τέτοια αμφίεση – ο τέλειος white collar worker – και άλλαζε επί τόπου με τα μουτζούρικα ρούχα της δουλειάς.
Αλλά αυτή, είναι μια διαφορετική ιστορία...]

Για να επανέλθω στην Εκδρομή – ακόμα και τώρα αναφέρομαι σ' αυτή με κεφαλαίο Ε- οι ετοιμασίες περιελάμβαναν επίσης και την προμήθεια ξηράς τροφής για το διήμερο.
Με έτοιμα λοιπόν τα μπαγκάζια και με εκδρομική διάθεση ξεκινούσαμε για το κέντρο της Αθήνας και από εκεί με το υπεραστικό λεωφορείο για τον Μαραθώνα.
Στον Μαραθώνα γίνονταν οι τελευταίες προμήθειες σε καρπούζι και ντόπιες γλυκές ντομάτες. Μετά, ένα ταξί μισθωμένο επί τόπου, μας πήγαινε στον Σχινιά με την συμφωνία να έρθει να μας παραλάβει την άλλη μέρα για την επιστροφή.

Νάμαστε λοιπόν στην αγαπημένη παραλία με τα μπαγκάζια παρατεταγμένα πάνω στην άμμο ανάμεσα στα δέντρα.
Σε αυτό το σημείο, η οικογένεια έστηνε τον καταυλισμό της για το ένα και μοναδικό βράδυ που θα πέρναγε εκεί. Οι κουβέρτες τεντώνονταν από δέντρο σε δέντρο στερεωμένες με μανταλάκια και έφτιαχναν τοίχους για το βράδυ. Τα πράγματα απλώνονταν στον χώρο ανάμεσα τους και το κατάλυμα ήταν έτοιμο.
Το πρώτο πράγμα που φροντίζαμε εμείς τα παιδιά ήταν να βάλουμε το καρπούζι μέσα στην θάλασσα για να κρυώσει. Δεν ξέρω ποιος το είχε σκεφτεί αυτό, το έκαναν πολλοί τότε. Η θάλασσα του Αυγούστου δαρμένη τόσες ώρες από τον ήλιο δεν ήταν ιδιαίτερα δροσερή. Πάντως εμείς βάζαμε το καρπούζι στα ρηχά και ήταν δική μας ευθύνη να μην το παρασύρει το κύμα όση ώρα παρέμενε εκεί.


Το πρώτο απογευματινό μπάνιο με όλη την οικογένεια στο νερό κράταγε λίγο. Ο πατέρας κουρασμένος από την δουλειά ανυπομονούσε να φάει και να ξαπλώσει. Εμείς αντίθετα πλατσουρίζαμε στα ρηχά – δίπλα στο καρπούζι βέβαια- μέχρι να το κόψει η μαμά κατά τις 9 το βράδυ.
με την μαμά και τον Αντυ μικρούλη

Ο ύπνος κάτω από τα δέντρα ήταν φανταστικός. Σκεπασμένοι με κουβέρτες μέσα σε κουβερτένιους τοίχους, με τριζόνια και άλλους περίεργους θορύβους της νύχτας, δίπλα - δίπλα ο ένας στον άλλο, ο αδελφός μου και εγώ παλεύαμε ανάμεσα στην περιέργεια, τον φόβο, την έξαψη της περιπέτειας και την γλυκιά κούραση μετά τις ώρες στον ήλιο.

Το πρωί ξυπνούσαμε νωρίς, γιατί ήλιος και ζέστη έκαναν την φωλιά να καίει και οι μύγες άρχιζαν το χορό στα γυμνά μας χέρια και πόδια.
Συνήθως εκείνη την στιγμή ήταν που νοιώθαμε την αρχή του τέλους της περιπέτειας. Λες και η νύχτα που είχε περάσει είχε σπαταλήσει τον χρόνο μας και είμαστε πια πιο κοντά στην αναχώρηση παρά στην άφιξη.
Με την παιδική φιλενάδα Αριστέα (φυσική ξανθιά)

Βέβαια η μέρα τελικά αποδεικνυόταν πολύ μεγαλύτερη.
Ξεκινούσε με πρωινό, με φέτες ψωμιού με μέλι, βραστό αυγό και καφεδάκι στο καμινέτο οινοπνεύματος για τους μεγάλους.

Μετά, λίγη αναμονή για να "πάει το φαΐ κάτω" και βουτιά στη θάλασσα. Την εποχή που περιγράφω θαμουν δεν θαμουν 7-8 χρονών και ο αδελφός μου 3 χρόνια μικρότερος. Εκεί έμαθε να κολυμπάει από τον πατέρα βέβαια, που όντας δεινός κολυμβητής ανοιγόταν πολύ βαθιά και μας ήθελε μαζί του. Όταν ο μικρός έμαθε να κολυμπάει, πηγαίναμε οι τρεις μας στα άπατα και η μαμά φώναζε από την παραλία που λιαζόταν και έκανε αμμόλουτρα, όπως συνήθιζαν τότε, γιατί έκανε καλό σε κάποια απροσδιόριστη ασθένεια.
Μετά βγαίναμε και τρέχαμε στις κουκουναριές να μαζέψουμε κουκουνάρια και να εξερευνήσουμε το δασάκι.

Το μεσημεριανό φαγητό ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας. Στην σκιά των πεύκων με ζέστη και αεράκι, με τα μαγιό μισοβρεγμένα, τα μαλλιά κολλημένα από το αλάτι και τα χέρια και τα πόδια λερωμένα με άμμο και ξερές πευκοβελόνες, καθόμαστε στον μουσαμά και η μαμά άπλωνε το φαγητό.
Σαλάτα ντομάτα με το αγγουράκι της το κρεμμυδάκι της το λαδάκι της και το αλατάκι της –αλίμονο!- ετοιμαζόταν επί τόπου. Βραστά αυγά που τότε καταναλώναμε αφειδώς –προετοιμάζοντας το χολιστερινικό μας μέλλον - ψωμί, τυρί κασέρι, κονσέρβα με σαρδέλες και βέβαια κ ε φ τ ε δ α κ ι α!
Τα κεφτεδάκια αυτά φτιαγμένα την προηγούμενη και κλεισμένα προσεκτικά σε τάπερ –περήφανο απόκτημα του νοικοκυριού της μαμάς- ήταν το κυρίως φαγητό.
Μοσχοβολιστά αν και χθεσινά, έχουν χαραχτεί στην γευστική μου μνήμη σαν ένα από τα πιο νόστιμα φαγητά της ζωής μου. Ίσως να έχετε διαπιστώσει ότι τα περισσότερα τηγανητά φαγητά την άλλη μέρα έχουν ίσως και καλύτερη γεύση σε πείσμα των γευσιγνωστών που θα αποκήρυσσαν με τρόμο την ιδέα.
Ειδικά αυτά τα κεφτεδάκια καλοτηγανισμένα και λίγο στεγνά "για να μην χαλάσουν" μας έσπαγαν την μύτη και μόλις άνοιγε το αεροστεγές κάλυμμα του τάπερ ορμούσαμε γενναία.

Μιας και το ανέφερα, ο πατέρας είχε λύσει το πρόβλημα της συντήρησης των τροφών με ένα απλό τρόπο. Είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο φορητό ψυγείο πάγου από φελιζόλ στερεωμένο με κολλητικές ταινίες για να διατηρεί το υπόλοιπο καρπούζι και τα λαχανικά της σαλάτας δροσερά και να συντηρεί υποτυπωδώς τα κεφτεδάκια. Αν και βέβαια, τότε, δεν υπήρχε και η υστερία που υπάρχει τώρα σχετικά με την ασφάλεια συντήρησης των φαγητών.

Κεφτεδάκια λοιπόν!
Υποθέτω ότι όλοι συμφωνούμε ότι τα καλύτερα κεφτεδάκια του κόσμου τα κάνει η δική μας η μαμά!
Να λοιπόν πως τα έφτιαχνε η δική μου για να θυμόμαστε οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι. Οι αναλογίες είναι βέβαια όπως τα έφτιαχνε τότε η μαμά. Μην ξεχνάτε ότι η οικιακή οικονομία στα χέρια των μαμάδων που έχουν να θρέψουν δύο παιδιά στην ανάπτυξη και έναν χειρώνακτα άντρα, επιβάλλει μεγαλύτερες ποσότητες σε βάρος της γευστικής τελειότητας.


ΣΥΝΤΑΓΗ (για 40 περίπου κεφτεδάκια)

750 γραμ. κιμά μοσχαρίσιο
300 γραμ. μπαγιάτικο ψωμί χωρίς κόρα μουσκεμένο στο νερό και στημένο καλά.
Δύο μέτρια κρεμμύδια τριμμένα στον τρίφτη
Ένα μικρό ματσάκι ψιλοκομένο φρέσκο δυόσμο από τον κήπο
Μια κουταλιά ξύδι
Δύο σκελίδες σκόρδο
1 αυγό
αλατοπίπερο


Ανακατεύουμε όλα τα υλικά πολύ καλά για να διαλυθεί το ψωμί και να γίνει το μείγμα ομοιογενές.
Αφήνουμε στο ψυγείο μισή ώρα. Απαραίτητο για να δέσουν οι γεύσεις.
Πλάθουμε τα κεφτεδάκια σε μικρές μπαλίτσες και τα αλευρώνουμε.
Βάζουμε ελαιόλαδο στο τηγάνι αφήνουμε να κάψει. Αραδιάζουμε τα κεφτεδάκια και τα τηγανίζουμε και από τις δύο μεριές.
Μόλις γίνουν τα βγάζουμε από το τηγάνι και αφήνουμε το λάδι ένα λεπτό να ξανακάψει. Βάζουμε την δεύτερη δόση και συνεχίζουμε το τηγάνισμα.

Χμ… καλά το ξέρω.
Και ποιος δεν έχει φτιάξει κεφτεδάκια στο σπίτι του.

Να μερικά tips της μαμάς, που δεν τα αποκαλούσε έτσι τότε βέβαια, αλλά ορκιζόταν στο όνομα τους.
Τα κεφτεδάκια της εκδρομής είναι πάντα μικρά σαν ένα μεγάλο φουντούκι. Έτσι στεγνώνουν αρκετά στο τηγάνισμα και διατηρούνται καλύτερα.
Μερικές φορές τα αλεύρωνε δύο φορές. Τα άφηνε μετά το πρώτο αλεύρωμα να μείνουν λίγο και μετά τα ξαναπέρναγε από το αλεύρι για να κάνουν καλή κρούστα.
Άλλες φορές τα αλεύρωνε μια φορά αλλά την ώρα που τα έπλαθε στο χέρι τα πίεζε πολύ για να κολλήσει το αλεύρι πολύ καλά.
Το κρεμμύδι πάντα τριμμένο στον τρίφτη – στο μιξεράκι εγώ - το άφηνε να στραγγίσει καλά για να φύγει το πολύ ζουμί. Έτσι γίνονταν πιο σφιχτά.
Σήμερα θα βάζαμε ίσως λιγότερο βρεγμένο ψωμί στην συνταγή για να είναι πιο έντονα κρεατένια η γεύση. Αλλά είπαμε ότι η μαμά είχε να θρέψει τετραμελή οικογένεια και έκανε τις υποχωρήσεις της.

Έτσι λοιπόν με την κοιλιά χορτάτη, το δέρμα τσουρουφλισμένο από τον ήλιο και τα πόδια να τσαλαβουτάνε στην άμμο, το απογευματάκι, μαζεύαμε τα μπαγκάζια μας στα ίδια σακ βουαγιάζ και περιμέναμε το συμφωνημένο ταξί να μας μεταφέρει πάλι στον Μαραθώνα για την επιστροφή στο σπίτι.
Παραδόξως ο αδελφός μου και εγώ δεν αισθανόμασταν ποτέ λυπημένοι που φεύγαμε.
Θεωρούσαμε την επιστροφή μια ακόμα περιπέτεια με το ταξί και τα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, στριμωγμένοι ανάμεσα σε τσάντες και ανθρώπους με την μύτη κολλημένη στο τζάμι να χαζεύουμε την εξοχή.

Το περασμένο Σάββατο πήγαμε ξανά στον Σχινιά για απογευματινό μπάνιο. Ήταν η μέρα που έκανε ψύχρα και είμαστε σχεδόν μόνοι μας στην παραλία.
Ο πατέρας δεν μπορεί βέβαια πια να κολυμπήσει στα 93 του και με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που έχει και κοιτούσε την θάλασσα από μακριά.
Αλλά το μεσημέρι είχα τηγανίσει κεφτεδάκια και πήρα μερικά μαζί μου.
Έφαγε δυο τρία από το τάπερ και μετά μου είπε:
"Έπρεπε να είχαμε πάρει και ένα καρπούζι, να το βάζαμε στην θάλασσα να δροσερέψει"






To post είναι αφιερωμένο στην φίλη debby που αν και απέχει από το κρέας όσο μπορεί, θέλει να φτιάξει κεφτεδάκια για τον καλό της!


Ετικέτες

 
posted by ralou at 2:42 μ.μ. | Permalink | 26 comments
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 01, 2006
Hellas good: Greeks score big fat upset of USA


The U.S. basketball team will play for bronze yet again after losing 101-95 to Greece in the semifinals of the world championships Friday.

Οχι ότι με έπιασε πρεμούρα για το Μπάσκετ αλλά στο γραφείο γίνεται χαμός και ο καλός μου μόλις μου τηλεφωνησε και πλέει σε πελάγη ευτυχίας!

Το Yahoo είχε αυτό το κείμενο και την φωτο.

Αναρωτιέμαι ...

Το αγόρι με την ελληνική φανέλα, είναι αγνό Ελληνόπουλο που απλά έκανε λίγη παραπάνω ηλιοθεραπεία ή κάτι δεν καταλαβαίνω;

 
posted by ralou at 12:39 μ.μ. | Permalink | 35 comments
usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com