Τρίτη, Ιουνίου 22, 2010
"Θυμάσαι;"... "Ναι πατέρα! Θυμάμαι!"
Πως μετράει τον χρόνο ένας 97χρονος άνθρωπος;
Με τις μέρες που φεύγουν, με τις μέρες που μένουν;
Με τα χρόνια που θα ήθελε να φτάσει;
Με τα χρόνια που γεμίζουν τα ντουλαπάκια του μυαλού με αναμνήσεις καλές και κακές;

Κοιτάζω την πόρτα του θαλάμου στο Σωτηρία όπου βρίσκεται εδώ και δέκα μέρες ο πατέρας Βούλγαρης.
Η μπογιά τους είναι φθαρμένη στις άκρες, μια ελαφριά αίσθηση εγκατάλειψης από έλλειψη πόρων.
Αναρωτιέμαι πόσο φρεσκοβαμμένα είναι τα ντουλαπάκια με τις αναμνήσεις του.
«Εγώ θα φτάσω τα 107, όπως η γιαγιά μου η Μηλίτσα» έλεγε παλιότερα
Με το που μπήκε στο νοσοκομείο, τον έπιασα να μετράει κάτι με τα δάχτυλα του και μου είπε
«Τρία χρόνια ακόμα για να πιάσω τα 100. Να τι θέλω»
Ααα! Όλα κι όλα! Μπορεί να έκανε την έκπτωση του από τα 107 που έλεγε ότι θα ζήσει, αλλά αυτά τα τρία μέχρι τα 100 τα θέλει! Δεν τα χαρίζει σε κανένα.

Το δασάκι που μέσα είναι ακουμπισμένα τα κτήρια του «Σωτηρία» είναι δροσερό παρ όλη την ζέστη. Μέσα από τα ξερά χόρτα ανάμεσα στα δέντρα και τα άπειρα σκουπίδια που γεμίζουν τις άκρες των δρόμων, περνάει ο αέρας και φέρνει ανακουφιστική μυρωδιά πεύκου.
Ανασηκώνει την μάσκα οξυγόνου που έχει στην μύτη για να πάρει μια μικρή δόση.
«αχ! Να ‘μαστε το Σχοινιά τώρα… Να είμαστε δίπλα στα πεύκα, μέσα στη θάλασσα και να κάναμε απλωτές ανάσκελα, έτσι…»
Απλώνει τα χέρια του προς τα πάνω, όσο του επιτρέπουν οι οροί που έχει και στα δύο και κολυμπάει για λίγο στα δροσερά νερά
«…και να πηγαίνω μακριά, πολύ μακριά στα βαθιά και συ και η μάνα σου να φωνάζετε από την παραλία…»
Παίρνει ανάσα από την μάσκα και
«αλλά εσύ με ακολουθούσες τότε, ήσουνα μικρή 12 χρονών, και σε έπαιρνα μαζί μου… θυμάσαι;»
«Ναι πατέρα. Θυμάμαι!»

Το μόνιτορ που παρακολουθεί την καρδιά του δίπλα στο κρεβάτι, δείχνει τους παλμούς λίγο πιο δυνατούς τώρα, με 30 παλμούς το λεπτό τον φέραμε με το ασθενοφόρο. Νοιώθει κάπως καλύτερα.
«Μην σε νοιάζει πατέρα! Θα σου βάλουν ένα μηχανάκι στην καρδιά και θα σε κάνουν περδίκι» του λέω. Οι ασθενείς στα γειτονικά κρεβάτια έχουν βάλει όλοι βηματοδότη και ξέρει ότι ένοιωσαν καλύτερα μετά.
«Να πας στην αγορά και να μου φέρεις μια καρδιά γάλακτος, να μου την βάλετε και μετά θα βελάζω και να χοροπηδάω σαν κατσίκι, θα δεις!»
Το χιούμορ του ήταν, είναι και θα είναι παράξενο, μερικές φορές δεν καταλαβαίνεις που αρχίζει η πλάκα και που τελειώνει.
«Έπρεπε να φυλάξουμε μια καρδιά από εκείνο το κατσικάκι που σουβλίσαμε όταν φτιάξαμε το σπίτι, και ο μικρός δεν άφηνε κανένα να το γυρίζει, μόνο ο ίδιος, θυμάσαι; Θυμάσαι τι νόστιμο ήτανε;»
Χαμογελάω με καθυστέρηση λίγων δευτερολέπτων μέχρι να θυμηθώ, πάνε 41 χρόνια από τότε που ο Αντυ ήτανε 8 χρονών και σούβλισε το περιβόητο κατσικάκι…
«Ναι πατέρα, θυμάμαι! Λουκούμι ήτανε το άτιμο!»

Το φαγητό του νοσοκομείου δεν το έτρωγε ποτέ. Τώρα έχει και ανορεξία, σιγά μην φάει «αυτά τα κατεψυγμένα κρέατα και τα ξεπλυμένα ρύζια!»
Κάτι μικρούτσικα αγουρωπά βερίκοκα που του φέρνουν τρώει μόνο.
«Α ρε! Που είναι τα βερίκοκα που κλέβαμε με την μάνα σου από τα χωράφια στο Πευκί… Θυμάσαι;» 
«Ναι πατέρα, θυμάμαι! Τα κλεμμένα είναι πάντα τα πιο νόστιμα»

Του φτιάχνουμε φαγητό στο σπίτι και το λειώνουμε στο μπλέντερ για να μπορεί να το καταπιεί.
Τον ταΐζουμε με το κουταλάκι. Αν μπει καμιά από τις νοσοκόμες εκείνη την ώρα, τραβιέται και κάνει ότι τσαντίζεται.
«Έλα Κύριε Νίκο, φάε το φαΐ σου να δυναμώσεις, άντε και μετά θα βγούμε ραντεβού οι δυο μας»
Δεν του αρέσει καθόλου αυτό. Παθαίνει όταν οι νοσοκόμες του κάνουν κομπλιμέντα για τα θαλασσιά τα μάτια του και το αποζητάει, αλλά θέλει να έχει αυτός τον έλεγχο.
«Σιγά την γυναίκα!» μου λέει απαξιωτικά. «Θυμάσαι που όταν κυκλοφορούσα με την μάνα σου, με ζηλεύανε όλοι!» 
«Ναι πατέρα! Θυμάμαι!»

Κουράστηκε.
Τα ντουλαπάκια της μνήμης του κλείνουν ένα ένα και θέλει να κοιμηθεί.
Κοιτάζω τα πορτάκια τους. Η μπογιά είναι λαμπερή και άφθαρτη, οι μεντεσέδες καλολαδωμένοι, τα πόμολα σταθερά.
Όσο πιο παλιά, τόσο πιο καλά δουλεύουν.

Τον κοιτάω που κοιμάται με το στόμα ανοιχτό ρουφώντας τον οξυγονωμένο αέρα της μάσκας. Μόνο το 25% των πνευμόνων του δουλεύει ακόμα.
«Στην ηλικία του, μόνο τον μικρό φθηνό βηματοδότη μπορώ να του εγκρίνω και όσο αντέξει…» λέει ο γιατρός «…καταλαβαίνετε, υπάρχουν νεότεροι άνθρωποι ετοιμοθάνατοι που πρέπει να προηγηθούν» λέει ο γιατρός…

Ομολογώ… τον καταλαβαίνω…
Επαναστατώ μέσα μου, θλίβομαι, ντρέπομαι… αλλά τον καταλαβαίνω…
Αλλά μου έρχονται εικόνες που δεν μπορώ βέβαια να του τις μεταδώσω, ο Πατέρας να χορεύει την κομπαρσίτα με την μαμά ή να κολυμπάει στα βαθιά με τις μεγάλες απλωτές του και να με μαθαίνει βουτιές ή …

Ας είναι…
Θέλω να πιστεύω ότι θα πιάσει τα 100.
Σε λίγο θα πάω να τον δω και του έχω ταπεράκι με καρπούζι να φάει.
«Μην ξεχάσετε να πάρετε το καρπούζι για τα γενέθλια της αδελφής σου» Είπε στον Αντυ προχτές!
«Έχει γενέθλια στις 24 του μήνα!»

Αγαπημένο γυαλιστερό ντουλαπάκι, στα γενέθλια μου πάντα θυμάται να μου κάνει δώρο το πρώτο καρπούζι της χρονιάς!


Αχ Πατέρα!
Ακόμα Θυμάσαι...!

 
posted by ralou at 7:36 μ.μ. | Permalink | 9 comments
Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010
730 d / 17.520 h / 1.051.200 m / 63.072.000 s... and counting

And so it is!
Just like you said it would be.
Life goes easy on me...
... most of the time...
 
730 d /17.520h / 1.051.200 m / 63.072.000 s ... and counting

Ετικέτες

 
posted by ralou at 1:44 μ.μ. | Permalink |
usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com