Σάββατο, Ιουλίου 21, 2012
Hospital tales απο την Νεα (ημι)Βελτιωμένη (ημι)Βιονικη ralou

Τον Νοέμβριο του 2011, μπήκα στο Νοσοκομείο για ολικη αρθροπλαστική ισχίου.
Εκεί έγραψα μερικές ιστορίες από την εμπειρία μου και τις πρωτοδημοσίευσα στο Γατόσπιτο, το φόρουμ για ορκισμένους γατόφιλους και γατομανείς, στο οποίο περνάω τις μέρες μου απο τότε που εγκατέλειψα τα μπλογκς.
Πρόκειται για 17 μικρες ιστορίες/περιγραφές –όσες και οι μέρες που έμεινα στο Νοσοκομείο- και τις αφιερώνω στον σύζυγο μου τον Νικόλα που χωρίς την βοήθεια του –πρακτική και ψυχολογική- δεν θα τα είχα βγάλει πέρα...
Ομολογώ ότι όταν τις σκεφτόμουν, σαν τίτλους μόνο στην αρχή, πίστευα ότι θα έβγαιναν εξαιρετικά αστείες. Τώρα, οι περισσότερες, δεν μου φαίνονται και τόσο αστείες...

Όντας λιγάκι πιο ψύχραιμη πια, λιγάκι πιο ανακουφισμένη, λιγάκι πιο αισιόδοξη αλλά και πολύ πιο προσγειωμένη τώρα, τα πράγματα μου μοιάζουν διαφορετικά. Πάντως τις δύσκολες νύχτες, τις έγραφα αυτές τις ιστορίες στο μυαλό μου και αν αυτό διέθετε ένα μαγνητοφωνάκι (γιατί τα ξέχασα όλα αυτά που είχα σκεφτεί) θα ήταν εντελώς διαφορετικές. Ίσως, ποιος ξέρει, ο κόσμος να έχασε την ευκαιρία να διαβάσει ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα έπος τραγικό και μνημειώδες, μια νοσοκομειακή Σάγκα που μπροστά του το Greys Anatomy θα ωχριούσε και εγώ θα γινόμουν επιτέλους διάσημη.
Και πλούσια!
;)

Όλες οι ιστορίες που θα σας διηγηθώ είναι πραγματικές αλλά άλλαξα τα ονόματα των συγκατοίκων και των νοσηλευτών για προφανείς λογούς.
 *
1/17 Ο Χώρος και τα πράγματα του
Το Νοσοκομείο είναι ένα πολύ παλιό θεραπευτήριο. Ωστόσο με την Ιατρική σχολή δίπλα του χαίρει μεγάλης εκτίμησης για τους γιατρούς του και ειδικά για την Ορθοπαιδική/Χειρουργική κλινική του και τους ρευματολόγους του.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Πάντα με προβλημάτιζε η ορθογραφία της λέξης «Ορθοπ(αι/ε)δικος. Πίστευα ότι το σωστό είναι με έψιλον από το «Ορθό Πεδίο». Ρώτησα λοιπόν τους γιατρούς εκεί και μου είπαν ότι γράφεται με άλφα-γιώτα γιατί η Ορθοπαιδική είχε αναπτυχτεί από τα αρχαία χρόνια σαν προσπάθεια να βοηθηθούν τα παιδιά με παραμορφώσεις εκ γενετής και γι αυτό σημαίνει «Ορθό Παιδίο »
ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Τα δωμάτια νοσηλείας είναι εξαιρετικά μικρά και τρίκλινα, τουλάχιστον στην πτέρυγα που ήμουν εγώ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τεράστιους οκτάκλινους θαλάμους που χωρίστηκαν στα δυο και ο χώρος του ενός κρεβατιού κάθε νέου χώρου που δημιουργήθηκε έγινε εσωτερική τουαλέτα. Έτσι τα πράγματα είναι στριμωγμένα, βγες εσύ να μπω εγώ.
Ωστόσο αυτό αποτρέπει και τις πολλές επισκέψεις στους ασθενείς, πράγμα που στις χειρουργικές κλινικές που οι περισσότεροι είναι κλινήρεις είναι καλό.
Γενικά υπάρχει φασαρία πολλή στους θαλάμους και τους διαδρόμους ειδικά την νύχτα που οι αποκλειστικές νοσοκόμες καταλαμβάνουν το χώρο και ταχτοποιούν τον ασθενή της η καθεμία, κουβεντιάζοντας στην διαπασών μεταξύ τους για τα προσωπικά και τα συνδικαλιστικά τους για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες αναμονής μέχρι τις 6:30 που αποχωρούν.
Τέλος πάντων, μπορεί να ήταν ενοχλητικές έτσι που με έκαναν να πετάγομαι τα βράδια αλλά στο κάτω κάτω δεν έκλεισα και σουίτα σε τετράστερο ξενοδοχείο... Κρατικό Νοσοκομείο είναι και δέχεσαι τα καλά και τα κακά του.

Από το παράθυρο του θαλάμου βλέπω τα απέναντι δωμάτια και μια εσωτερική αυλή με ένα τεράστιο σιλό-φουγάρο από τούβλα, βιομηχανικής αισθητικής. Τη νύχτα ακούγονται ήχοι από μηχανήματα, ο εξαερισμός του χώρου ή τα κλιματιστικά.
Επικρατεί μια μόνιμη ζέστη, τουλάχιστον 3-4 βαθμούς παραπάνω από όσο έχω συνηθίσει στο σπίτι, πράγμα βασανιστικό, ειδικά τις νύχτες με το πιασμένο από την κατάκλιση κορμί μου να φλέγεται. Έχω μια βεντάλια να κάνω αέρα την στιγμή που από τα διπλανά κρεβάτια ζητάνε κι άλλες κουβέρτες για να ζεσταθούν.
Ευτυχώς είμαι στο τέλος ενός διαδρόμου που έχει εξωτερικό παράθυρο και το ανοίγουν συχνά αν και για ελάχιστα λεπτά για ανανέωση του αέρα, οπότε υπάρχει μια στοιχειώδης ανακούφιση για λίγο.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες, ήρθε η ώρα να μετανιώσω οριστικά για τις αμαρτίες μου και να τις εξομολογηθώ στο ταβάνι που κοιτούσα. Αν η κόλαση είναι τόοοοσο ζεστή δεν θα τα καταφέρω να μείνω εκεί ούτε μισή ώρα. Οπότε καλυτέρα να έχω καλυφτεί από τώρα.
Αν πάλι η μετάνοια με στείλει στον Παράδεισο και ο Παράδεισος είναι σε τίποτα τροπικές χώρες.... τι να πω... έπαιξα και έχασα. Για μένα ή μόνη σωτηρία θα ήταν ένα μετά θάνατον ιγκλού στην Ανταρκτική με μια θερμοφόρα μόνο στην αγκαλιά.
Κατά προτίμηση πριν το λιώσιμο των πάγων ε?!
*
2/17 Το πιο μακρινό μέρος του κόσμου και ένα καφάσι φουσκωτά άβολα μήλα...
 Την πρώτη νύχτα στο νοσοκομείο, αφού πέρασα όπως και στο σπίτι τις πρώτες πρωινές ώρες χαζεύοντας τηλεόραση στο δωμάτιο, είπα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μπας και με πάρει λίγο ο ύπνος.
Μόνο αν έχετε αναγκαστεί να μείνετε σε παλιό κρατικό νοσοκομείο μπορείτε να καταλάβετε πως είναι τα κρεβάτια. Πάνω σε ένα πλέγμα μεταλλικών ταινιών, υπάρχει ένα στρώμα 5 εκατοστά παχύ ντυμένο με σκληρή δερματίνη το οποίο καλείται να ανακουφίσει πονεμένα κορμιά.
Χμ... για κάποιους σκληροτράχηλους φίλους του κάμπινγκ ή ανθρώπους που ζουν σε κακουχίες, ή αθλητές που τα χρειάζονται για να κάνουν κυβιστήσεις, ίσως αυτό το στρώμα στο κρεβάτι μου να έμοιαζε δώρο εξ ουρανού. Αλλά για το δικό μου κακοπαθημένο κορμί που κοιμάται στο πλάι με όλο το βάρος πάνω στην μία ή στην άλλη κατεστραμμένη άρθρωση στα ισχία, αποτελεί το μαρτύριο του Ταντάλου. Αχ... ωραίο μου ανατομικό στρωματάκι με τα 2000 ελατήρια που παίρνει το σχήμα του κορμιού μου...

Το ίδιο βράδυ προσπαθώντας να κλέψω 2 ώρες ύπνο παραπάνω, έκανα μια προσπάθεια να γυρίσω και  να κοιμηθώ ανάποδα, με το κεφάλι στα πόδια του κρεβατιού.
Αχα! Λάθος μέγα!
Διότι πως σηκώνεσαι από ένα τέτοιο κρεβάτι χωρίς ελαστικότητα, σε μια τέτοια στάση και χωρίς ένα χέρι για βοήθεια? Τουλάχιστον από την μεριά του κεφαλαριού υπήρχε μια χειρολαβή κρεμασμένη από πάνω και είχες τρόπο να συρθείς και να ανασηκώσεις το κορμί. Ακριβώς διπλά ήταν και το κουδουνάκι που καλείς τις νοσηλεύτριες για βοήθεια.
Είχα πει κάποτε ότι το πιο μακρινό μέρος του κόσμου είναι αυτό που δεν μπορείς να φτάσεις. Για μένα ήταν το πάτωμα. Βρίσκεται πάντα περίπου 20 εκατοστά μακριά από την άκρη των δακτύλων μου και δεν το φτάνω με τίποτα.
Οι συγκάτοικοι μου κοιμούνται του καλού καιρού και δεν φαίνεται ψύχη στον διάδρομο. Απλώνω το χέρι μέχρι το κουμπί βοήθειας.
7,5 εκατοστά μακριά... Απλησίαστο...
Απλώνω το χέρι προς την χειρολαβή
3,5 εκατοστά μακριά... επίσης απλησίαστη...
Κάνω σκουλικοκινήσεις πάνω στο κρεβάτι που χωρίς την ελαστικότητα που έχουν αυτά που έχουμε στο σπίτι, με απομακρύνουν ακόμα περισσότερο. Οι κοιλιακοί μου δεν βοηθάνε πουθενά και χύνομαι μισοξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι μισή πάνω μισή κάτω, τελείως ανήμπορη να κινηθώ έστω και ένα εκατοστό. Μέχρι τις 6 που εμφανίζεται η πρωινή καθαρίστρια και με βοηθάει να αποκαταστήσω την ανθρωπινή στάση και μια υποτυπώδη αξιοπρέπεια πάνω στο κρεβάτι.
Χμμμ... τώρα καταλαβαίνω πως αισθάνονται οι χελώνες που αναποδογυρίζουν και μένουν εκεί ξαπλωμένες να κουνάνε τα ποδάρια στον αέρα.
Α παπα! Δεν πρόκειται πότε να αφήσω άλλη φορά ζώο σ αύτη την κατάσταση.
Ακόμα κι αν είναι χρυσόμυγα!
Η και κατσαρίδα!

Την άλλη μέρα αποφάσισα να ενοικιάσω ένα στρώμα αέρα για τις κατακλίσεις, που πίστεψα ότι θα έδινε στο στρώμα μου μια υποτυπωδώς μαλακή επιφάνεια με λίγη ελαστικότητα. 30 ευρώ αργότερα, ήταν δικό μου για ένα μήνα.
Τι είναι αυτό το στρώμα? Φανταστείτε ένα καφάσι μήλα μεγάλο όσο ένα κρεβάτι. Φανταστείτε τώρα ότι τα μήλα είναι φουσκωτά από πλαστικό και συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Φανταστείτε ένα μηχανάκι που βουίζει όλη μέρα κι όλη νύχτα δίπλα στο κεφάλι σας για να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει τα μήλα με τυχαία σειρά.
Και έχετε ένα στρώμα αέρος για κατακλησεις.
Καμιά φορά μια σειρά από φουσκωμένα μήλα μένουν στην μέση της πλάτης σε ένα εντελώς άβολο σημείο, ή ακριβώς εκεί που ο ωμός θέλει να χαλαρώσει. Το φουσκωτό μηλαράκι αρνείται να ξεφουσκώσει για να δημιουργήσει μια βολική κοιλότητα. Η ένα σημείο που το πόδι βρίσκει κόντρα για να ανακουφίζεται λυγισμένο και την πιο ακατάλληλη στιγμή αυτό το βολικό σκαλοπατάκι αποφασίζει να ξεφουσκώσει.
Δεν ξέρω πως τα αισθάνονται όλα αυτά οι ασθενείς σε πλήρη και μόνιμη κατάκλιση. Για μένα ήταν μια ακόμα παραλλαγή του κρεβατιού του Προκρούστη. Η μοναδική διαθέσιμη μάλιστα.
Και βέβαια, έχω κοιμηθεί και εγώ σαν παιδί στρωματσάδα σε καλοκαιρινές νυχτερινές αυλές με μια ψάθα και μια λεπτή κουβερτούλα για στρώμα αλλά βρε παιδιά... έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε... Οι αντοχές έχουν τόοοσο πολύ αλλάξει! 
*
3/17 Το φαγητό, το μυστικό συστατικό και η περίεργη τραπεζοκόμα
Από την αρχή φοβόμουν τα απαίσια διαβητικά γεύματα των νοσοκομείων.
Ε λοιπόν.... ομολογώ ότι έκανα λάθος.
Από την πρώτη βραδιά μου εκεί, ήρθε ένας δίσκος με το ειδικό μου γεύμα που περιείχε:
Ένα στρογγυλό ψωμάκι, ένα γιαούρτι χαμηλών λιπαρών, ένα κομμάτι κασέρι όσο τρεις φέτες του τοστ μαζί, ένα μήλο και... μια μεριδάρα σπανακόρυζο!
Βέβαια, εγώ το σπανακόρυζο το φτιάχνω στο σπίτι με τα ανιθάκια και τα τυράκια του και τα αυγουλάκια του, μια υπερπαραγωγή στο φούρνο, περίπου σαν γέμιση σπανακοτυρόπιτας με ρύζι. Αυτό ήταν πιο μετριοπαθές αλλά μόλις δοκίμασα έπαθα πλάκα. Ήταν ζουμερό και καλοφτιαγμένο με την σωστή δόση λαδιού, ένα ωραίο, -σπιτικό θα έλεγε κανείς- φαγάκι.
Το έφαγα όλο με ευχάριστη έκπληξη αν και δεν μπόρεσα να φάω και όλα τα υπόλοιπα που το συνόδευαν. Στο σπίτι τα βράδια τα βγάζω συνήθως με κανένα φρούτο και καμία φρυγανιά.
Τις υπόλοιπες μέρες οι εκπλήξεις του φαγητού συνεχίστηκαν κανονικά. Ωραία ψημένο κοτόπουλο με την  πετσούλα πιο τραγανή κι από όσο την κάνω στο σπίτι, χοιρινό με κριθαράκι, μοσχάρι (μικρή μερίδα) με μπόλικο πουρέ ή πατάτες φούρνου, μπιφτέκι (επίσης μικρή μερίδα, στο κόκκινο κρέας ήταν πολύ φειδωλοί), ωραιότατη μπόλικη ψαρόσουπα, ως και σουτζουκάκια με πιλάφι.
Κάθε γεύμα συνοδευόταν από φρούτο, μήλο ή μπανάνα και σαλάτα αγγουρο-ντομάτα ή κολοκυθάκια βραστά. Ψωμί μόνο όταν δεν υπήρχε κάτι αμυλώδες στο κυρίως πιάτο π.χ. με το σπανακόρυζο, τις ωραιότατες φακές σούπα και τα λαδερά φασολάκια.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου από τότε που ήμουν 10 χρονών και με μπούκωσαν με το ζόρι βραστά κολοκυθάκια με αποτέλεσμα να τα σιχαθώ για πάντα, τα ξαναδοκίμασα με λαδολέμονο μαζί με πατάτες φούρνου και ήταν μια χαρά!
Βέβαια υπήρχε ένα σοβαρότατο πρόβλημα και αυτό ήταν η παντελής έλλειψη ζάχαρης και αλατιού από τα φαγητά. Και ναι μεν για την ζάχαρη δεν είχα κανένα πρόβλημα γιατί μπορούσα κανονικά να την αντικαταστήσω με ασπαρτάμη στα ροφήματα και τα γιαούρτια αλλά το αλάτι...???
Όσο έμεινα στο νοσοκομείο δεν έφαγα ούτε μια μπουκιά φαγητό εκτός από αυτά που μου έδιναν, για να μπορούν να είναι ακριβείς οι μετρήσεις της γλυκόζης στο αίμα μου. Όμως εκεί στον πάτο της τσάντας μου σε μια κρυφή θηκούλα είχα φροντίσει να υπάρχει το μαγικό κρυφό συστατικό της νοστιμιάς, μια τοσοδούτσικη αλατιέρα με το πολύτιμο υλικό που πρόσθετα στο φαγητό μου στα κρυφά μόλις οι τραπεζοκόμες και οι νοσηλεύτριες απομακρύνονταν από τον θάλαμο.
Διότι ναι μεν δεν θέλω τα φαγητά μου καραλύσσα, αλλά το secret ingredient είναι απαραίτητο, δεν το αποχωρίζομαι με τίποτα.
Οι συγκάτοικοι στο θάλαμο με κοιτούσαν με ζήλεια και αναγκάστηκα να μοιραστώ αυτό το αμαρτωλό μυστικό μαζί τους. Και, παρ’ όλο που το απόθεμα τελείωσε γρήγορα, ο κάλος μου φρόντισε να μου φέρει ένα καμουφλαρισμένο τάπερ με αρκετό αλατάκι και σε λίγο προμηθεύαμε εκτός από τους συνθαλαμίτες και κάποιους επίσης στερημένους από διπλανούς θαλάμους.
Με άκρα μυστικότητα βέβαια και σε μικρές δόσεις. Δεν θέλαμε να κάνουμε κακό σε κανένα, μόνο να προσφέρουμε μια πρέζα νοστιμιάς σε ένα ανάλατο αν και κατά τα άλλα καλομαγειρεμένο φαγητό...

Η τραπεζοκόμα πάλι, ήταν μια άλλη υπόθεση.
Μεσόκοπη, ξερακιανή, ξανθιά και κάπως δύστροπη, έκανε συστηματική καταμέτρηση των σερβίτσιων που μοίραζε με τους δίσκους, γιατί κάποιοι παλαιότεροι νοσηλευόμενοι θεωρούσαν γουστόζικα τα απλά μαχαιροπήρουνα του νοσοκομείου και τα έπαιρναν για σουβενίρ στο σπίτι τους. Υπήρχε λοιπόν αυστηρή αστυνόμευση για το θέμα αυτό και η στριφνή μας τραπεζοκόμα ξεσπούσε επί δικαίων και αδίκων για το θέμα.
«Μα όχι δεν έκλεψα το μαχαίρι από το δίσκο! Ψαρόσουπα μου φέρατε σήμερα, δεν βάλατε μαχαίρι, τι να το έκανα» «Καλά! Αυτό θα το δούμε στην καταμέτρηση!»
Αύτη η ίδια τραπεζοκόμα ωστόσο μας εξέπληξε ευχάριστα, όταν την τρίτη μέρα που είδε τον Νικόλα δίπλα μου να με ταΐζει, πήγε και του έφερε από μόνη της μερίδα φαγητό να φάει και εκείνος, πράγμα που δεν έκανε για κανένα άλλο συνοδό ασθενούς.
Έπεσε πολύ γέλιο μετά, ο Νικόλας βέβαια ήταν πολύ ευχαριστημένος που δεν έπρεπε να πάει το βράδυ στο σπίτι και να ξεπαγώσει στα μικροκύματα φαγητό από τα ταπεράκια που του είχα αφήσει για να έχει να πορεύεται όσο έλειπα.
Οι υπόλοιποι συνοδοί, άρχισαν να χαζογελάνε και να τον πειράζουν για την ειδική περιποίηση προς αυτόν και η εν λόγω κυρία αναγκάστηκε να μοιράζει σιγά σιγά και στους άλλους μπολάκια με κομπόστες, γιαούρτια, φρούτα και καμιά φορά και μια σκέτη από γιουβέτσι από τα περισσευούμενα φαγητά. Αλλά όχι βέβαια πριν περάσει από τον Νικόλα να τον ρωτήσει «Τι θέλετε να σας φέρω σήμερα? Κοτοπουλάκι με πουρέ, με μακαρονάκι ή ψαρόσουπα»
Έτσι όλοι βολευόμαστε και η συμπάθεια στον κάλο μου έγινε αφορμή να αποκτήσει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο και η δύσκολη αύτη υπάλληλος του νοσοκομείου. Να' ναι καλά πάντως. Μου τον χόρτασε τον ταλαίπωρο τον Νικολή μου που σερνόταν με τις ώρες δίπλα μου, πάνω σε μια άβολη καρέκλα νοσοκομείου τόσες μέρες!
*
4/17 Το προσωπικό
Είχα πάντα στο μυαλό μου την εικόνα μιας σαραντάρας νοσοκόμας, αποτελεσματικής, καπάτσας και λίγο φοβίστηκες, που σου πετάει ορούς, ενέσεις και χάπια με επαγγελματική ευσυνειδησία και μια μικρή απαξίωση, μιας και έχει πολλούς ακόμα ασθενείς να φροντίσει ή απλά να διεκπεραιώσει.
Τα κορίτσια στο Νοσοκομείο δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την εικόνα αύτη.
Όλες νεαρές κοπέλες, δραστήριες και ικανές, είχαν μια γλύκα στο πρόσωπο και στους τρόπους τους που δεν περίμενα σε καμιά περίπτωση να βρω.
Η Αργυρώ, η Βαγγελία, η Τιτίκα, η Μαρία.... μια ατέλειωτη σειρά από νοσηλεύτριες με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα στο στόμα, τρυφερές και πονετικές ακόμα και με τους δύσκολους ηλικιωμένους ασθενείς με τις υστερίες και τις εμμονές τους, που γίνονται ακόμα πιο έντονες στο κρεβάτι του πόνου.
Ευχήθηκα τα καλυτέρα στην καθεμιά τους, όταν διάβαζα την ανησυχία στα πρόσωπα τους με τους αφόρητους πόνους μου από την κατάκλιση, με τις τρελές μετρήσεις του διαβήτη μου, και όταν χρειαζόταν να με τρυπάνε με δεκάδες δόσεις ινσουλίνης τη μέρα για να με «καλύψουν».
Επίσης, έκτος από τον γιατρό που με εγχείρισε, υπήρχαν πολλοί άλλοι νεότεροι, κατά πάσα πιθανότητα ειδικευόμενοι, που έρχονταν πολύ συχνά στο θάλαμο και έδιναν λύσεις στα μικρότερα προβλήματα, πρόθυμοι και προσηνείς. Μου έδιναν αναλγητικά και ηρεμιστικά τις 3 πρώτες μέρες της μεγάλης αγωνίας και πραγματικά ένοιωθα ότι νοιάζονταν. Ακόμα και το χιούμορ μου ακλουθούσαν και αποδέχονταν, χαλάρωναν εύκολα και έκαναν την κατάσταση πιο ανθρώπινη.
Να' ναι καλά τα παλικάρια και οι κοπελιές και μακάρι να κρατήσουν όλη αυτή την ανθρωπιά μεγαλώνοντας, σαν γίνουν κανονικοί θεράποντες γιατροί.

Πάντως τον ίδιο τον γιατρό που με εγχείρισε δεν κατάφερα να τον κάνω να χαλαρώσει τελικά και να παίξει το παιχνίδι του χιούμορ που ανακουφίζει τους πάντες σε αυτές τις περιπτώσεις, παρ όλο που το δούλεψα πολύ το πράγμα.
Τι του ζήτησα να προσθέσει ένα δυο πόντους στο ένθεμα της άρθρωσης για να ξεπεράσω το 1.70 ύψος μου επιτέλους, έστω και μεσήλικη, τι του ζήτησα να μου χαρίσει το σετ των εργαλείων της επέμβασης (τρυπάνι, σβουράκι, σέγα) που θα χρησιμοποιούσε για να τα πάρω σπίτι μου, τι του ζήτησα να με βάλει σε φωτό πριν και μετά στο σάιτ του, τι προσπάθησα να μιλήσω μαζί του για μια εισήγηση που θα έκανε σε ένα συνέδριο στην Θεσσαλονίκη εκείνο το Σαββατοκύριακο... τίποτα δεν τον ακούμπησε.
Ίσως να ήταν λάθος η τεχνική που χρησιμοποίησα, ίσως να μην πρέπει να δημιουργούνται προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε ασθενείς και γιατρούς, δεν ξέρω.
Για μένα που το να επικοινωνώ με τους ανθρώπους από την πρώτη στιγμή είναι απαραίτητο, όλο αυτό ήταν ένα χαμένο στοίχημα.
Κάθε φορά φορούσε το πιο όμορφο χαμόγελο του –είναι νεότατος και σκέτος κούκλος σας το είπα? Ένα είδος Τζωρτζ Κλούνεϋ εντόπιας παραγωγής, με καθαρό καλοξυρισμένο πρόσωπο και αρωματισμένος πάντα με ακριβή κολόνια- και μου έλεγε «Όλα θα πάνε καλά Σωτηρία. Μην φοβάσαι τίποτα» χτυπώντας με ενθαρρυντικά στον ώμο.
Ρε παιδιά! ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ λέμεεεεεε!
Ουφ!
Αν και μου τη έφερε στο τέλος ο άτιμος, όταν με ανακάλυψε το βράδυ πριν την επέμβαση να καπνίζω ένα τσιγάρο μέσα στο κρύο λαθραία, σε ένα παγκάκι στην είσοδο του νοσοκομείου που είχα κατέβει με την νυχτικιά, τις παντόφλες και ένα μπουφάν από πάνω, και μου φώναξε πλησιάζοντας πίσω από την πλάτη μου
«Μήπως να σου φέρω και κανένα ναργιλέ? Κανόνισε, να αρπάξεις και κανένα κρύωμα εδώ κάτω και να έχουμε άλλα!
Τουλάχιστον, γελούσε όταν τα έλεγε!
*
5/17 Οι συγκάτοικοι
 
5α/17 Η αγγελική μας Ξένη «είναι λίγο καλυτέρα»
Κα Ξένη από το Πολυξένη. 88 χρονών με ημιπληγία από εγκεφαλικό πριν 5 χρόνια. Ακριβώς στο διπλανό κρεβάτι από μένα, είναι ξαπλωμένη ανάσκελα με το ένα πόδι τεντωμένο με βαρίδια για να μην κολλήσει στραβά το σπασμένο κόκαλο, μέχρι να έρθει ο καιρός να εγχειριστεί. Δεν μιλάει σχεδόν καθόλου. «Καλημέρα κυρία Ξένη, πως κοιμήθηκες απόψε?» την ρωτάω τα πρωινά. «καλά κοιμήθηκα» απαντάει με χαμόγελο. «πονάς κυρία Ξένη?» «Όχι, δεν πονάω» «Πείνασες γειτόνισσα» «Δεν πειράζει, θα έρθει σε λίγο η Κλειώ να με ταΐσει» απαντάει με δυνατή φωνή. Αυτή την γυναίκα δεν την ένοιωσα τόσες μέρες δίπλα μου. Λες και δεν υπήρχε.
Τριγυρισμένη από ένα σωρό συγγενείς, ανιψιές και φίλες τους, την κουνιάδα και τα εγγόνια του αδελφού της, μέσα σε ένα κουκούλι αφάνταστης αγάπης και φροντίδας χαμογελάει, δεν βογκάει ποτέ, μένει 24 ώρες το  24ωρο σε αυτή την άβολη στάση. Ανέχεται την ταλαιπωρία να την γυρίζουν στο κρεβάτι της, να την αλλάζουν και να την πλένουν,  και όταν όποιος την ρωτάει «πως είσαι σήμερα Ξενούλα» παίρνει πάντα την απάντηση «Λίγο καλυτέρα είμαι» Χριστέ μου! Αν υπάρχει άνθρωπος που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο αυτή είναι η αγγελική κα Ξένη μας, εκεί ένα μέτρο μακριά από το δεξί μου χέρι . Μερικές φορές με κάνει να ντρέπομαι που δυσανασχετώ από πόνους η πιασίματα στο κορμί. Της ευχήθηκα τόσες πολλές φορές να συνέλθει όσο γίνεται πιο γρήγορα, να γυρίσει στο σπίτι της και στην καθημερινότητα της και αν έχω κάνει ποτέ κάτι κάλο στη ζωή μου και έχω έστω και μια σταγόνα θετικής ενεργείας να προσφέρω, θα ήθελα να πάει σ αυτή την γυναίκα. Γιατί είμαι σίγουρη ότι υποφέρει. Ίσως το μυαλό της να μην το συνειδητοποιεί αλλά δεν μπορεί το κορμί της να μην το νοιώθει.
Με τις ανιψιές της, γυναίκες πάνω κάτω στην ηλικία μου, βρήκα ανθρώπους να μιλάω τις ώρες που ήμουν σε καλύτερη κατάσταση, ζωντανούς, κάλους, αληθινούς ανθρώπους που αν είχαμε γνωριστεί σε διαφορετικές συνθήκες θα ήμασταν σίγουρα κολλητές φιλενάδες.
Μια από αυτές η Κλειώ, που δουλεύει σε γνωστή φίρμα ρούχων μου έκανε δώρο ένα κασκόλ, άσπρο και φουντωτό, όταν της είπα πόσο μου έλειπε η γάτα μου για να το χαϊδεύω και να παρηγοριέμαι! Το τύλιγα με ανακούφιση στο κεφάλι μου τα πρωινά που άνοιγαν  διάπλατα τα παράθυρα για να ανανεωθεί ο αέρας και το τσουχτερό κρύο άλωνε σε χρόνο μηδέν την παχιά ζέστη της νύχτας. 
Και η άλλη, η Ηρώ, μου χάρισε ένα βιβλίο με μια αφιέρωση που με τρέλανε. Έγραψε το πως με έβλεπε τόσο καιρό μέσα στο νοσοκομείο και επί τέλους ένας άνθρωπος δεν με αποκάλεσε «καλή και αγαπησιάρα» όπως με αποκαλούν όλοι συνήθως, αλλά μου έγραψε «Είσαι ένας ήρεμος τσαμπουκάς ρε συ Ρούλα! Έγινες ένας από τους μπούσουλες της ζωής μου»!!!
*
5β/17 Τα νησάκια της Αφροδίτης
Στο πιο μακρινό κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη με σπασμένο πόδι και βαρίδια κι αυτή μέχρι την επέμβαση η Αφροδίτη.
Είναι μόλις 65 χρονών αλλά δείχνει πολύ, πάρα πολύ γηραιότερη. Αποστεωμένη και συστραμμένη σε περίεργες στάσεις.
Εκτός από το σπασμένο πόδι, η Αφροδίτη πάσχει επίσης από σχιζοφρένεια, ή κάποιο αντίστοιχο νοητικό πρόβλημα, δεν ξέρω πως διακρίνονται αυτά.
Η Αφροδίτη ζει σε ένα δικό της αρχιπέλαγος, το αρχιπέλαγος της παράνοιας. Μέσα σ’ αυτό ξεπετάγονται εδώ και εκεί νησάκια ενάργειας και λογικής. Όταν πατάει πάνω τους, μιλάει απόλυτα λογικά, λίγο κλισαρισμένα όπως περιμένεις από μεγαλύτερους ανθρώπους αλλά πάντως απόλυτα αναγνωρίσιμα. «Έχω δουλέψει στη ζωή μου σκληρά» «Μ αρέσει να τρώω φαγητό από έξω που δεν χρειάζεται να το μαγειρέψω,  μ' αρέσει ο μουσακάς που μου φέρνουν από το τάδε μαγαζί αλλά μ αρέσουν και τα γλυκά από το δείνα» Έχει ένα γιο που είναι καλλιτέχνης και μερικές φορές την ακούω να του λέει «να πας να βρεις τον Χ. Να σε προωθήσει. Είσαι καλός στη δουλειά σου. Να πας να του ζητήσεις να σε πάρει!»
Ναι, όταν πατάει στα σταθερά νησάκια του αρχιπελάγους της η Αφροδίτη είναι μια κανονική ηλικιωμένη κυρία με τις αγωνίες και τις χαρές της όπως όλες.
Όταν όμως βουτάει σ’ αυτά τα νερά... χάνεται... αγωνιά... φοβάται...
Όποιος πλησιάζει είναι ένας εχθρός που επιβουλεύεται τη ζωή της, τρέμει ότι θα την σκοτώσουν, θα την δηλητηριάσουν, θα την αφήσουν να πεθάνει της πείνας. Τα πρωινά ξυπνάει αχάραγα και εκλιπαρεί για «ένα ποτήρι γαλατάκι, μια φρυγανίτσα», νομίζει ότι θέλουν να την πεθάνουν της πείνας. Οι νοσηλεύτριες την προσέχουν και της δίνουν μια μπουκιά, πριν ακόμα έρθει η ώρα του πρωινού, είναι και τόσο λιπόσαρκη...
Συχνά φωνάζει και παραπονιέται και επιτίθεται και χτυπιέται και βρίζει και λέει απίστευτα πράγματα για τη δύσκολη ζωή που έχει ζήσει. Και σε μια κρίση νυχτερινή, κατάφερε να ρίξει τις κουρτίνες από το παράθυρο του θαλάμου και αυτές που χωρίζουν τα κρεβάτια, ενώ έκοψε και τον ιμάντα που συγκρατούσε την χειρολαβή πάνω από το κεφάλι της...
Πάντως όταν ήρθε η ώρα να φύγει από το Λαϊκό για να νοσηλευτεί σε χειρουργική κλινική που να έχει και ψυχιατρικό τμήμα... πραγματικά μας έλειψε! Ήταν η ψυχή του θαλάμου η Αφροδίτη μας. Διαταραγμένη ψυχή βέβαια αλλά... πάνω στα νησάκια του Αρχιπελάγους της ήταν μια χαρά άνθρωπος...
*
5γ/17 Η κυρα-Κατίνα και το σπληνάντερο
Η κυρα-Κατίνα κατέλαβε το πιο μακρινό από ‘μένα κρεβάτι, από όταν μας έφυγε η Αφροδίτη μας.
Είναι 88 χρονών, σύμφωνα με την κόρη της –πιο ταλαιπωρημένη κι από τη μάνα της κι αυτή, από προβλήματα υγείας –  αλλά η ίδια δηλώνει 75.
Με το μαλλί στην τρίχα, βαμμένο καφεκόκκινο και μια φυσιογνωμία που δείχνει όμορφη νεότητα, έχει κι αυτή ένα σπασμένο πόδι και περιμένει τη σειρά της να χειρουργηθεί.
Στο σπίτι μένει μόνη της, αυτοεξυπηρετείται και θεωρεί τον εαυτό της ανεξάρτητο, αλλά ολονυχτίς φωνάζει την κόρη της: «πού είναι το παιδί μου;» που δεν αντέχει βέβαια να μένει δίπλα της 24 ώρες το 24ωρο.
Το μυαλό της, δυστυχώς, της παίζει παιχνίδια. Δεν έχει περάσει εγκεφαλικό, όπως η κ. Ξένη, αλλά η γεροντική άνοια καλά κρατεί.
Τις μέρες φωνάζει:
«Να μου φέρετε το κραγιόν μου! Πού είναι το κραγιόν μου; Και να μου βάψετε τα μαλλιά μου, βγήκε η ρίζα!»
«Κοκορέτσι! Σπληνάντερο! Αυτά θέλω να φάω, τι είναι αυτά που με ταΐζουν εδώ μέσα!»
Τα βράδια, πριν έρθει στις 11 η αποκλειστική νοσοκόμα που της έχουν, φωνάζει:
«Δηλαδή εγώ δεν πλήρωνα ΙΚΑ τόσα χρόνια? Γιατί με έφεραν εδώ; Εδώ είναι Γηροκομείο/Πτωχοκομείο/οι Γιατροί του κόσμου! Τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα; Έχω πληρώσει τόσα λεφτά σε ασφάλιση 40 χρόνια που δούλευα»
Όπως το κρεβάτι της είναι δίπλα στο παράθυρο, παρακολουθεί το φως να έρχεται και να φεύγει και πιστεύει ότι, όταν βλέπει φως (την μέρα), την πάνε σε ψηλό όροφο του νοσοκομείου και, όταν βλέπει σκοτάδι (τη νύχτα), την κατεβάζουν στο υπόγειο.
«Πάλι στο υπόγειο με πήγαν, δεν πληρώνει το ΙΚΑ και με πάνε στα υπόγεια. Θέλω φως! Είμαι καρδιακιά εγώ και θέλω φως! Μην με αφήνετε στα σκοτάδια!»
Μετά της λέμε να κάνει υπομονή και θα έρθει σε λίγο η αποκλειστική με το σπληνάντερο να φάει, αλλά γίνεται έξαλλη και φωνάζει ότι το ΙΚΑ έπρεπε να τα παρέχει όλα αυτά και όχι να είναι αναγκασμένη να πληρώνει για την νοσοκόμα.
Τη νύχτα έρχεται η κυρία Τασία, η αποκλειστική και της κάνει μασάζ και την πλένει και την φροντίζει και τότε η κυρα-Κατίνα την γεμίζει ευχές και αγάπες και την καλεί στο σπίτι της μετά, να την περιποιηθεί και να της κάνει το τραπέζι για να την ευχαριστήσει.
Και πάλι το πρωί: «Τι να κάνει άραγε ο Παπαντρέας; Πάλι μας βάζει και πληρώνουμε! Να πάτε στη ΔΕΗ να πληρώσετε το χαράτσι, μη μου κόψουν το ρεύμα και δεν θα έχω να βλέπω τον Μπελχούλ!» « Και εκείνος ο Καραμανλής τι να κάνει άραγε; Τα παιδιά του θα έχουν μεγαλώσει τώρα. Χώρισε και με την γυναίκα του...» αλλά και «πού είναι το παιδί μου; Γιατί δεν έρχεται να με δει;» και αναρωτιόμαστε στον θάλαμο αν αναφέρεται στην κόρη της ή στο αγόρι της, που, μικρομάνα, έχασε από ασιτία στην Κατοχή...

Θα την πω την αμαρτία μου.
Όσο ζούσα μαζί με όλες αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες και τις άκουγα να μονολογούν ή να λένε τα περισσότερο ή λιγότερο λογικά τους λόγια, διασκέδαζα λιγάκι μαζί τους. Ένας διαταραγμένος νους δίπλα σου δεν είναι ακριβώς κάτι αστείο... αλλά, μέσα στην δική μου απελπισία, όλα αυτά ήταν ερεθίσματα που με αποσπούσαν από την  συνειδητοποίηση της δικιάς μου κατάστασης.
Τι να πει κανείς... το μυαλό παίρνει με ευκολία δρόμους παράξενους, όταν είναι να επιβιώσει.
Αυτά που μου φαίνονταν αστεία και ξεκαρδιστικά τότε, τώρα τα σκέφτομαι με μια πικρή γεύση.
Η αγγελική μας Ξένη, η Αφροδίτη με τα νησάκια της και η κυρα-Κατίνα να αποζητάει το κόκκινο κραγιόν και να ορέγεται σπληνάντερο στις 3 η ώρα τη νύχτα, δεν μου φαίνονται πια καθόλου αστεία...
*
6/17 Ο Μαυρόασπρος
 -Αααχ! Είδα μια γάτα σήμερα εκεί που πάρκαρα το αυτοκίνητο! Τεράστια. Κάθισε και την χάιδεψα!
Ο Νικόλας μπήκε στον θάλαμο πρωί πρωί της πρώτης Κυριακής, πραγματικά αναστατωμένος. Αλλά, βέβαια, ο καλός μου δεν είναι ακριβώς ο καλύτερος άνθρωπος για να κάνει περιγραφές και εγώ, στερημένη από Φρέγια, προσπάθησα να μάθω λεπτομέρειες.
-Μήπως ήταν γάτος; Είχε κεφάλα;
-Ναι, μαύρη κεφάλα, απίστευτη.
-Ήταν φουντωτός;
-Ναι! Είχε μαλλί πολύ γύρω στο κεφάλι, που πέταγε από παντού.
-Ολόμαυρος;
-Όχι, είχε μια τραχηλιά, όλο το στήθος ήταν άσπρο και πλατύ. Όμορφοοοοος!
-Δεν είχε πουθενά αλλού άσπρο;
-Ναι, είχε άσπρα τα πίσω πόδια!
-Καλτσάκια;
-Όχι, μόνο χαμηλά, σχεδόν ολόκληρα τα πίσω πόδια. Και είχε πατουσάρες!
-Ήταν ήρεμος;
-Ναι! Ναι! Τον έπιασα και καθόταν και γουργούριζε. Ώρα πολλή τον χάιδευα!
Προσπαθώ να συνθέσω την εικόνα του ήρεμου, φουντωτού, μαυροκέφαλου ασπρόμαυρου και τρελαίνομαι!
-Ρε συ! Δεν τον έβγαζες καμιά φωτό με το κινητό να τον δω κι εγώ;
-Δεν το σκέφτηκα μωρέ... Αλλά θα τον δω ξανά και θα τον βγάλω.
Την δεύτερη μέρα τον ξαναείδε, αλλά είχε τελειώσει η μπαταρία στο κινητό και δεν τον έβγαλε πάλι. Τις επόμενες μέρες ερχόταν στο νοσοκομείο αργότερα και ο γάτος δεν ήταν στην θέση του. Ρώτησε στην γειτονιά και τον ήξεραν όλοι, δεν ανήκε σε κάποιον, αλλά όλοι τον τάιζαν.
Κάθε μέρα πάντως που ερχόταν στο νοσοκομείο, τον ρωτούσα:
-Μήπως είδες τον ασπρόμαυρο;
Αλλά δεν τον ξαναείδε.
Μου έφερε όμως μια φωτό με ένα άλλο μνημειώδες γατί, αραχτό σε ένα αυτοκίνητο, κανονικό άρχοντα και θα σας τον βάλω μόλις ξεμουλαρώσει το κινητό του.
Μετά, έκανα την επέμβαση και δεν είχε πια κανείς μας την διάθεση να σχολιάσει τις γάτες της γειτονιάς του Νοσοκομείου...
*
7/17 Η επέμβαση

7α/17 Πριν
«Που λέτε κορίτσια, ξέρω καλά τι θα μου κάνει ο ντόκτορας στο χειρουργείο. Κατ’ αρχάς έχουν εξασφαλίσει το σετ εργαλείων της μπλακ-εντ-ντέκερ 3 σε 1 (σέγα-σβουράκι-τρυπάνι).
Θα με ξεγοφιάσουν, όπως κάνουμε στα ψητά κοτόπουλα  για να κόψουμε σε μερίδες το μπούτι.
Μια σέγα βζζζζζζζ θα κόψει το κόκαλο.
Ένα τρυπάνι βρρρρρρ θα κάνει τρύπα στο υπόλοιπο που θα μείνει.
Ένα σβουράκι τζζζζζζζζ θα εξομαλύνει το κόκαλο της λεκάνης για να φτιάξει την λακκούβα για τη νέα άρθρωση.
Μετά, θα βάλουν στην θέση της τη μεταλλική άρθρωση και θα την κολλήσουν με κόλλα.
Θα ράψουν το δέρμα και τους μυς και θα είμαι καινούρια.»
Οι συνοδοί των συγκατοίκων μου στο θάλαμο με κοιτάνε με γουρλωμένα μάτια, καθώς περιγράφω την επέμβαση με πικάντικες λεπτομέρειες, αναπαράγοντας τους ήχους των εργαλείων.
Η αλήθεια είναι ότι το YouTube είναι γεμάτο από άπειρα φιλμάκια με αναπαραστάσεις αυτής της επέμβασης, με όλες τις λεπτομέρειες που μπορεί να θελήσει να μάθει κανείς.
Παραδόξως αυτό δε με πτόησε, αντίθετα το απομυθοποίησα γρήγορα και, το μόνο που δεν φοβήθηκα μέσα στο νοσοκομείο, ήταν η ίδια η διαδικασία.
«Μην φοβάστε, όλα θα πάνε καλά» μου έλεγαν γιατροί, νοσηλεύτριες, ακόμα και άνθρωποι που είχαν ήδη κάνει την επέμβαση και λειτουργούσαν πια την άρθρωσή τους μια χαρά.
Τσαντιζόμουν λιγάκι... «Μα ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ!!! Μόνο βιάζομαι να τελειώνω και να γυρίσω σπίτι μου! Και στην γάτα μου! Τίποτα άλλο.»
Παραμονή της επέμβασης με προετοίμασαν –όσες έχετε γεννήσει ξέρετε τι εννοώ – και μου κοτσάρισαν και έναν καθετήρα ούρων.
Ομολογώ ότι εκεί τα χρειάστηκα. Είχα ορκιστεί να μην ουρλιάξω από τον πόνο όταν το έκαναν και το πέτυχα. «Πάρτε ανάσα κα Βούλγαρη, έχετε γίνει κόκκινη σαν παντζάρι», μου είπε μετά η νοσηλεύτρια που έκανε την τοποθέτηση, αλλά εγώ δεν φώναξα καθόλου.
Ωστόσο, καθώς δεν έμενα στο κρεβάτι, αλλά καθισμένη σε καρέκλα, είναι αλήθεια ότι πόνεσα πάρα πολύ από αυτό το μαραφέτι και, αμέσως μόλις την επόμενη μέρα αναβλήθηκε η επέμβαση λόγω στάσης εργασίας του προσωπικού, απαίτησα και το αφαίρεσαν αμέσως και ζήτησα, την επόμενη φορά, να μου το βάλουν την ώρα του χειρουργείου και όχι πιο πριν.
Τη νύχτα πριν τη μέρα που έγινε τελικά η επέμβαση δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Σκεφτόμουν πώς θα είναι μετά, μέχρι να αναρρώσω, φοβόμουν για το πόσο θα επιβάρυνα τους ανθρώπους γύρω μου, το πόσο θα ήμουν εξαρτημένη από έξωθεν βοήθεια, όσο να ‘ναι το «εγώ» μου διαμαρτυρόταν έντονα και τίποτα δεν μπορούσε να το καθησυχάσει.

7β/17 Στην διαρκεια
Μεσημέρι στη 1:30 με μετέφεραν στα χειρουργεία. Πρώτη εντύπωση, ένα φοβερό κρύο. Εγώ,  που είχα ήδη υποφέρει από την ζέστη στον θάλαμο, βρέθηκα σε ένα περιβάλλον με 10 βαθμούς θερμοκρασία, ξαπλωμένη κάτω από ένα σεντόνι, να τουρτουρίζω. Άυπνη όπως ήμουν, νύσταζα τόσο πολύ, που ήθελα να κοιμηθώ. Η αναισθησιολόγος με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει μια ένεση ηρεμιστική προκαταρκτικά, αλλά δεν χρειάστηκε. Ήδη μισοκοιμόμουν όταν, λίγο αργότερα, μπήκα μέσα. Η επέμβαση έγινε με ραχιαία νάρκωση, αυτή που ακούς τα πάντα αλλά δεν αισθάνεσαι καθόλου πόνο.
Με βόλεψαν πάνω στο κρεβάτι και φώναξα «Πού είναι ο Δρ. Χάουζ, ρε παιδιά;» Μάλλον δεν κατάλαβαν το χιούμορ μου διότι ένα παλικάρι, νοσηλευτής, με πλησίασε και με καθησύχασε ότι ο γιατρός μου ετοιμαζόταν και σε λίγα λεπτά θα ήταν δίπλα μου.
Πήρα στα σοβαρά τα λόγια του, ελπίζοντας ότι ο ίδιος ο Χιου Λόρυ θα ερχόταν σε λίγο με το στραβό, πικάντικο χαμογελάκι του, να μου πετάει πικρόχολα σχόλια.
Τέλος πάντων, με γύρισαν στο πλάι και μου έβαλαν κάποιο νάρθηκα για να κρατάει το κορμί σε συγκεκριμένη θέση. Μετά την παγωνιά που ένιωθα τόση ώρα, ο νάρθηκας αυτός ήταν ζεστός και αναπαυτικός, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιος άνθρωπος που με αγκάλιαζε ανακουφιστικά και μετά μου έβαλαν επιτέλους και μια ηλεκτρική κουβέρτα απο πάνω και ήμουν μια χαρά.
Άρχισε να με πονάει το... δόντι μου!!! Χαχαχα! «Γι’ αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα! Υπομονή» μου φώναξε κάποιος κάπως απότομα, τι κρίμα, εγώ θα γέλαγα αν άκουγα έναν ασθενή, που ετοιμάζεται για επέμβαση αυτού του είδους, να παραπονιέται για το δόντι του!
Σε λίγο μου έκαναν την ραχιαία νάρκωση, που την φοβόμουν λιγάκι, ευτυχώς ένα απειροελάχιστο τσίμπημα στην μέση μου, και αμέσως βυθίστηκα. Ίσως απλά να με πήρε ο ύπνος, ίσως να είχαν ήδη βάλει εκείνο το ηρεμιστικό στον ορό μου, πάντως δεν καταλάβαινα τίποτα.
Πρέπει να είχε περάσει καμιά ώρα όταν ξύπνησα και η επέμβαση είχε πάρει τον δρόμο της. Δεν πονούσα καθόλου, ακόμα και ο πονόδοντος είχε περάσει, μόνο ο ώμος μου, που πάνω του στηριζόμουν, είχε αρχίσει να με ενοχλεί λίγο.
Και μετά άρχισαν τα όργανα…
Ή καλύτερα τα... εργαλεία!
Ναι, σωστά το είχα υποθέσει. «Βζζζζζζζ» κάνει η σέγα που μου έκοβαν την κεφαλή του μηριαίου οστού μου. Αισθανόμουν την πίεση, αλλά όχι πόνο. Επίσης αισθάνθηκα και την μυρωδιά του κομμένου κόκαλου, ναι! Μα το Θεό,  αλήθεια σας λέω, έχω και το καταραμένο κληρονομικό χάρισμα της πολύ οξείας όσφρησης από τον πατέρα Βούλγαρη, το μύρισα το κοκαλάκι μου που έκοβαν και θα ορκιζόμουν ότι άκουσα και τον ήχο, όταν πέταγαν το κομμένο κομμάτι σε ένα μεταλλικό λεκανάκι για να το στείλουν για πέταμα!
Και μετά, να και το «βρρρρρρ» το τρυπάνι και το «τζζζζζζζ» το σβουράκι, όλα όπως τα περίμενα, αλλά και τα καρφιά. Αυτά δεν τα είχα προβλέψει. Σε λίγο άρχισαν να καρφώνουν καρφιά στο οστό της λεκάνης. Πολλά καρφιά. Οι δυο χειρουργοί εναλλάσσονταν στο βαρύ έργο και το κοπάνημα καλά κρατούσε.
Τέλος πάντων, η διαδικασία ήρθε στο τέλος της, όχι χωρίς και ένα μικρό πανικό, όταν μετρήσανε τις γάζες και έλειπε μία. Αυτή η ιστορία με έκανε να βάλω τα γέλια, θύμιζε ανέκδοτο ή γελοιογραφία από την δεκαετία του ‘70 και περίμενα υπομονετικά μέχρι να ανακαλύψουν τελικά ότι η χαμένη γάζα είχε κολλήσει κάτω από το παπούτσι κάποιου από τους γιατρούς και να ησυχάσουν όλοι τους για να με συρράψουν.
Λέω «συρράψουν» και το εννοώ, να άλλος ένας ήχος που δεν είχα προβλέψει: «Τσάκα-τσάκα-τσάκα-τσάκα...» 15 φορές, 15 συρραπτικά συρματάκια, αντί για ράμματα, ακριβώς όπως συρράπτουμε μεγάλες δέσμες χαρτιού. Αχ! Πού είναι οι παλιές μέρες που οι χειρουργοί έκαναν τα ράμματα σταυροβελονιά, με βελόνα και κλωστή, με μεράκι και νοικοκυροσύνη! Τέλος πάντων αλλάζουν οι καιροί... για πες σε νεαρή νοικοκυρά να ανοίξει φύλλο χειροποίητο! Θα σε κοιτάξει παραξενεμένη και θα πάει στο ΣΜ να αγοράσει ένα πακέτο έτοιμο φύλλο, χωρίς κούραση και φασαρία!
Ας είναι...
Έτσι, ωραία τακτοποιημένη και ταβλιασμένη ανάσκελα, επέστρεψα στο κρεβάτι μου στις 5:30 το απόγευμα, χαιρετώντας τα πλήθη με ενθουσιασμό – δηλαδή τον Νικόλα, που ήταν και ο μόνος που περίμενε έξω από το χειρουργείο.
Ο ίδιος ο Νικόλας βέβαια, με τραβηγμένο χλωμό πρόσωπο, πρέπει να το διασκέδασε πολύ λιγότερο το πράγμα από ότι εγώ, περιμένοντας πίσω από μια κλειστή πόρτα  του προθαλάμου και προσπαθώντας να ξεκλέψει μια εικόνα πίσω από αυτή, την ώρα που ανοιγόκλεινε, καθώς μπαινόβγαιναν διάφοροι στον χώρο του χειρουργείου.
Σαν σε παλιά νουάρ θρίλερ ένα πράμα, με την εικόνα να εμφανίζεται αποσπασματικά από το άνοιγμα –  κλείσιμο της πόρτας, περισσότερο αποκρύπτοντας παρά αποκαλύπτοντας τη σκηνή από πίσω.
Λυπήθηκα λιγάκι που είχα απαιτήσει να μην είναι κανείς άλλος μαζί του την μέρα της επέμβασης, περισσότερο γι’ αυτόν, που ήταν μόνος του, αλλά με ενοχλεί αφάνταστα ένα ανήσυχο πρόσωπο να με λυπάται πάνω από το κεφάλι μου, αν αυτό δεν είναι το ένα και πολυαγαπημένο.

7γ/17 Μετά
Πεινούσα! Πρώτη φορά πεινούσα στο νοσοκομείο. Αλλά πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες μετά την επέμβαση για να μπορεί να φάει κανείς και εκείνο το βράδυ μου έδωσαν το μοναδικό απαίσιο φαγητό νοσοκομείου που δοκίμασα εκεί μέσα. Νερόβραστο, αλάδωτο φιδέ χωρίς αλάτι. Απλά είχαν βράσει φιδέ σε νερό και το έβαλαν στο μπολ.
Το έφαγα!
Μου άρεσε!
Και μετά κοιμήθηκα περίπου 12 ώρες συνεχόμενα...
Ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα άλλες 12.
Και ευτυχώς, διότι έτσι είχε περάσει η πρώτη μέρα ακινησίας που μου επέβαλαν, χωρίς να πάρω είδηση τίποτα.
Τα επόμενα εικοσιτετράωρα ωστόσο ήταν άλλο πράμα...
Η ίδια η επέμβαση δεν πονούσε καθόλου, εκτός από ένα μικρό τράβηγμα στην τομή, ελάχιστα ενοχλητικό.
Πονούσα όμως απίστευτα από την ακινησία.
Ξαπλωμένη πάνω στο καφάσι με τα φουσκωτά μήλα, προσπαθούσα να βρω μια ελάχιστη ανακούφιση στον αυχένα, την πλάτη, την μέση και τον κόκκυγά μου.
Ένας εφιάλτης, μια καταδίκη χωρίς τελειωμό. Απαγορευόταν ακόμα και να γυρίσω στο πλάι. Απαγορευόταν ακόμα και ένα μαξιλάρι κάτω από το γόνατο του χειρουργημένου ποδιού, για να μην είναι στον αέρα. Η ζέστη στο φουλ, ήταν και οι μέρες με το μεγάλο κρύο και όλοι την αποζητούσαν. Εκτός από ‘μένα βέβαια.
Ειδικά τη νύχτα, που οι συγκάτοικοι κοιμόταν και οι συνοδοί είχαν φύγει, που οι αποκλειστικές νοσοκόμες από τους διπλανούς θαλάμους εργάζονταν κουβεντιάζοντας συνέχεια, μεταξύ τους ή στα κινητά τους, στους διαδρόμους και στους διπλανούς θαλάμους, τσακώνονταν με τους νοσηλευτές για καθαρά σεντόνια και μεταξύ τους για τις καρέκλες που περίσσευαν –  αντικείμενο του πόθου για όλες τους, για να αρπάξουν κανένα υπνάκι με τα πόδια πάνω τους, τις πρώτες πρωινές ώρες.
Όπως επίσης και τις νοσηλεύτριες, που έρχονταν κάθε μία ώρα για να μου πάρουν θερμοκρασία και για μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα μου και μου έκαναν τις άπειρες δόσεις ταχείας ινσουλίνης, για να αντιμετωπίσουν τις κολοσσιαίες τιμές που είχα.
*
8/17 Αναζητώντας ανακούφιση στις λέξεις και στον Οξαποδώ!
Η γάτα μου, ο Νικόλας, το κρεβάτι μου, ένα μανταρίνι, ένα πορτοκάλι, ο υπολογιστής μου, καρπούζι, το βιβλίο που άφησα στη μέση, η πρώτη βουτιά στην θάλασσα...
Λέξεις που ξόρκιζαν  την κακουχία της κατάκλισης και τους πόνους στο κορμί. Λέξεις που επαναλάμβανα συνέχεια, με διαφορετική σειρά κάθε φορά, χωρίς ειρμό, λέξεις που με ανακούφιζαν με τον ήχο τους, με το νόημά τους, συνέχεια, συνέχεια,  συνέχεια, όπως κάνουν τα αυτιστικά άτομα, που η επανάληψη βάζει λίγη τάξη στο χάος της ύπαρξής τους.

Το μυαλό μου θόλωνε αυτές τις ώρες.
Μια φορά άρχισα να βρίζω σαν νταλικέρης, σπάνια βρίζω στην καθημερινή ζωή αλλά εκεί, την τρίτη αφόρητη νύχτα, το έκανα. Έβρισα τον εαυτό μου γι’ αυτό που με έκανα να περάσω, για το πόσο ηλίθια ήμουν που αφέθηκα να πειστώ ότι όλο αυτό γινόταν για καλό και θα μπορούσα σε λίγο να χοροπηδάω σαν κατσίκι...
Όχι! Δεν τα έβαζα με τους άλλους, δεν είμαι ποτέ αυστηρή με τους άλλους.
Αλλά με τον εαυτό μου... είναι αλλιώς...

Η καημένη η Παναγιώτα, η κυρία που είναι μαζί μου όλες τις νύχτες για να με βοηθάει, γουρλώνει τα μάτια και κάνει τον σταυρό της, σταυρώνοντας και εμένα από μακριά με το χέρι της.
Διότι, το τέταρτο βράδυ μετά την επέμβαση, τον επικαλέστηκα!
Ποιον; Μα τον ίδιο τον Οξαποδώ! Τον φώναξα και του ζήτησα να ανταλλάξω την ψυχή μου για 10 λεπτά μόνο όρθιας στάσης και άλλα 10 περπατήματος σε έναν ίσιο δρόμο.
Πρέπει να είχα πολύ σοβαρό ύφος όταν το έκανα, γιατί όσοι με άκουσαν σκιάχτηκαν.
Βέβαια ο Οξαποδώς δεν έκανε την εμφάνισή του να υπογράψουμε την συμφωνία και έχασε την ευκαιρία να βουτήξει την αγνή καρδιά μου στα νύχια του, για ένα τόσο ευτελές αντίτιμο.
Ή μπορεί να την έχει ήδη εξασφαλίσει, οπότε γιατί να μπει στον κόπο;
Δεν ξέρω!
Πάντως, αν εμφανιζόταν με την μορφή ενός μασέρ που θα μου ανακούφιζε το κορμί από τους πόνους, ακόμα και αν δεν ήθελε την ψυχή μου, θα του χάριζα ευχαρίστως όλα μου τα υπάρχοντα για ένα μασάζ στην πλάτη, τη μέση και τον αυχένα!!!

Την πέμπτη νύχτα ο καλός Θεός με λυπήθηκε, όταν εμφανίστηκε με την μορφή ενός άντρα νοσηλευτή, που άκουγε στο -καθόλου αγγελικό- όνομα Μπάμπης! Ντυμένος στα άσπρα, γεροδεμένος και δυνατός, με ανασήκωσε για λίγο κρατώντας με για να μην στηριχτώ στην άρθρωση, χαρίζοντάς μου περίπου 45 δευτερόλεπτα ευλογημένης ανακούφισης.
Μετά μου έφερε άλλον έναν αναλγητικό ορό και μαζί ένα ηρεμιστικό χαπάκι.
Μέχρι τότε δεν είχε τύχει ποτέ να πάρω ξανά ηρεμιστικά ή υπνωτικά χάπια και αυτό το ευλογημένο άπλωσε τα δαχτυλάκια του στο μυαλό μου και μου χάρισε τρεις ολόκληρες ώρες ύπνου, όπου αισθανόμουν σαν να ήμουν ακουμπισμένη σε ένα συννεφένιο στρώμα, χωρίς καμιά βαρύτητα, να επιπλέω ανακουφισμένη 30 πόντους πάνω από το καφάσι με τα φουσκωτά μήλα.
Ο καλός μου άγγελος δεν εμφανίστηκε άλλο βράδυ για να βοηθήσει και οι άλλες νοσηλεύτριες δεν ήταν τόσο τολμηρές για να πάρουν την ίδια πρωτοβουλία χωρίς σαφή εντολή γιατρού. Καλά έκαναν βέβαια, αλλά εμένα μου έλειψε το συννεφένιο μου στρώμα τις νύχτες.
*
9/17 Πόσα χαπάκια έχει μαζί του ο άνθρωπος;
Ευχή και κατάρα σας δίνω κορίτσια και αγόρια. Μην πείτε ποτέ σε άνθρωπο που πονάει τις καταραμένες λέξεις «Υπομονή!» και «Κουράγιο!»
Τις άκουσα δεκάδες φορές, κάθε που το πρόσωπό μου παραμορφωνόταν από τους πόνους και τις μίσησα.
Διότι τι νομίζετε ότι είναι η «Υπομονή» και το «Κουράγιο»;
Μήπως τίποτα χαπάκια που τα κουβαλάς σε ένα σακουλάκι από τότε που γεννιέσαι και τα χρησιμοποιείς για να ανακουφιστείς όταν πονάς?
Ένα φούξια στρογγυλό χαπάκι, η «Υπομονή», μια πορτοκαλιά κάψουλα, το «Κουράγιο», κάποια στιγμή χώνεις το χέρι στο σακουλάκι και δεν υπάρχει κανένα πια μέσα. Το χέρι σου βρίσκει κενό και ψάχνει με αγωνία την ραφή, μην τυχόν και έχει σκαλώσει εκεί κανένα. Αλλά δεν έχει.
Λένε ότι το απόθεμα σε τέτοια χαπάκια υπομονής και κουράγιου ανανεώνεται, αν σκεφτείς τα βάσανα των άλλων, το ότι υπάρχουν και χειρότερα, το ότι τελικά όλα γίνονται για ένα σκοπό.
Αλλά μπααα!
Όταν οι πόνοι δεν έχουν αναπαμό, πώς να σε ανακουφίσουν τα βάσανα των άλλων, πώς να παρηγορηθείς από το ότι υπάρχουν και χειρότερα, πώς να πάρεις δύναμη από το μελλοντικό καλό, που ούτε να φανταστείς πώς είναι δεν μπορείς.
Ειδικά τη νύχτα που τα ερεθίσματα που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή είναι λιγοστά, τα πράγματα σκουραίνουν πολύ...
Τα δικά μου φούξια χαπάκια και οι πορτοκάλι κάψουλες τέλειωσαν γρήγορα. Και όσους μου πρότειναν να πάρω ένα ακόμα, τους έγραφα στα μαύρα κατάστιχα αυτών που κάποια στιγμή θα καταριόμουν!
*
10/17  7 φορές «φύγε!»
Ο Νικόλας είναι δίπλα μου συνέχεια και όλη τη μέρα, κάθε μέρα.
«Να μην έρχεσαι τόσες ώρες, μωρέ! Τι θα μπορείς να μου προσφέρεις με το να λιώνεις σε μια καρέκλα 8-10 ώρες κάθε μέρα. Εγώ θα διαβάζω, θα βλέπω τηλεόραση, θα λύνω τα σουντόκου μου και θα είμαι μια χαρά»...
...του είχα πει, πριν μπω στο νοσοκομείο, όταν θυμόμουν τις βασανιστικές ώρες που πέρναγα δίπλα στον πατέρα, καθώς συχνά πυκνά έμπαινε κι αυτός σε νοσοκομεία τα τελευταία χρόνια.
Φυσικά ο Νικόλας ήταν ανένδοτος και πήρε άδεια χωρίς αποδοχές για όλον αυτό το μήνα.
Την πρώτη μέρα το πρωί τον περίμενα με τόση λαχτάρα, που έπεσα στην αγκαλιά του με δάκρυα. Πριν καν ακόμα αρχίσουν οι πόνοι και η ταλαιπωρία. Το πρόσωπό του ήταν η άγκυρά μου στην καθημερινότητα, το σπίτι μου, την κανονική μου ζωή.
Τον ξαναερωτεύτηκα τον σύζυγό μου, μετά από 30 χρόνια κοινής ζωής, ακριβώς πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι νοσοκομείου.
Την τέταρτη συνεχόμενη νύχτα που πέρασα ανάσκελα, το πρωί που ήλθε προσπάθησε να με παρηγορήσει, αλλά ήμουν απίστευτα επιθετική μαζί του, εκνευριζόταν κι αυτός που ένιωθε ανίκανος να με βοηθήσει, ανέβηκαν οι τόνοι και τον έδιωξα από κοντά μου.
«Φύγε! Φύγε! Φύγε!»
Μετά χαλάρωνα και ησύχαζα λίγο και του κρατούσα το χέρι κλαίγοντας.
«7 φορές μου είπες «ΦΥΓΕ!», μου είπε με παράπονο αργότερα και ένιωσα ντροπή...
*
11/17 Πανικός και υστερία και οι 90 μοίρες που κάνουν την διαφορά
Δεν πίστευα ποτέ ότι πάσχω από κάποια φοβία μέχρι πέρυσι, την φορά εκείνη που με είχαν βάλει στον κλειστό μαγνητικό τομογράφο και άρχισα να κοπανιέμαι πανικόβλητη ενάμισι λεπτό από την αρχή της εξέτασης.
Από τότε αυτή η κλειστοφοβία που μετατρέπεται σε κρίση πανικού, μου παρουσιάζεται κάποιες φορές, όχι ακριβώς από ένα κλειστό περιβάλλον αλλά περισσότερο από την αίσθηση ότι δεν υπάρχει διέξοδος από καταστάσεις που με καταπονούν.
Αυτές τις μέρες της ακινησίας το βίωσα αυτό στον υπέρτατο βαθμό όταν δεν μπορούσα να βρω ανάπαυση και ανακούφιση με κανένα απολύτως τρόπο και με καμία νοητική προσπάθεια. Είναι που δεν μπορώ και να παραμυθιάσω το μυαλό μου εύκολα στέλνοντας το σε όμορφες στιγμές και καταστάσεις που έχω ζήσει για να ξεχαστεί.
Με έπιανε ένας απίστευτος πανικός αυτές τις στιγμές, έδιωχνε τον Νικόλα και την Παναγιώτα, την κυρία που με βοηθούσε τις νυχτες, από κοντά μου να μην τους βλέπω με τα λυπημένα πρόσωπα τους πάνω από το κεφάλι μου. Τελικά για μένα μόνο η μοναξιά μπορεί να βοηθήσει σε κάτι τέτοια –γμ/νο υπερτροφικό εγώ, το ξανάπα, θέλει να τα περνάει όλα μόνο του!-

Όταν ήρθε η μέρα που μου επέτρεψαν να γυρίσω επιτέλους στο πλάι, νόμιζα ότι μου χάρισαν τον ουρανό. Ένοιωσα την κίνηση του κορμιού μου και την μετατόπιση του βάρους μου σε κάθε μια από τις 90 μοίρες της στροφής, μια ευλογημένη ανακούφιση που μου χάρισε πέντε ολόκληρες ώρες ύπνου, μετά από τόσες μέρες.
Βέβαια, κι αυτό γρήγορα το έχασα, όταν είναι το κορμί καταπονημένο δεν αρκεί για να ησυχάσει. Τι τα θέλετε, το ανθρώπινο σώμα δεν έχει φτιαχτεί να είναι ακίνητο –ουτε η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία είναι η αλήθεια- εκτός κι αν είναι επιλογή του. Κι εγώ δεν κατανόησα ποτέ το νόημα του «δικαιωματος στην τεμπελια» αν αυτό σήμαινε ακινησία και άραγμα μέχρι αναισθησίας.
*
12/17 Τρεις φίλες και 20 λεπτά που το μυαλό μπορεί να ξεδώσει με την εικόνα ενός γατολίβαδου!
Τα δυο Μαράκια και η Βίκυ στέκονται εκεί μπροστά μου και μου εύχονται περαστικά.
Όπως είπα, ο θάλαμος είναι μικροσκοπικός και δεν υπάρχει χώρος και για καμιά καρέκλα, οπότε κάθονται όρθιες και μου δίνουν τις ευχές του γατόσπιτου(του φορουμ των γατοφιλων που παρακολουθω) και τις δικές τους, μου φέρνουν τα γατοσπιτογουράκια και τα δωράκια τους. Η Μαρία η συμπεθέρα εναν κούκλο αηΒασίλη, η άλλη Μαρια ένα βιβλίο το οποίο τώρα έχω αρχίσει και το Βικάκι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια-γάτες που τα είχα ζηλέψει στα αυτιά της, την προηγούμενη φορά που είχαμε συναντηθεί.
Χάρηκα πολύ που τις είδα μ’ολο που ήταν δύσκολη η κατάσταση και πονούσα. Όμως ένοιωσα σαν άνθρωπος, έκανα μια κολοσσιαία προσπάθεια να διατηρήσω το χαμόγελο και το χιούμορ μου και ελπίζω να τα κατάφερα.
Και φυσικά μιλήσαμε για τις γάτες μας και Πατουσιτσες, Τεζορίνια, μαύρες πανθηρίνες Λαρόγατες και Όρφεο-Πιπιδες (οι γάτες τους) πέταξαν για λίγο πάνω από το κρεβάτι μου και με χάιδεψαν έστω και νοερά με τις ουρές τους.
Δεν θέλω να είμαι υπερβολική, αλλά πιστέψτε με... το μόνο πράγμα που μπορούσε να με παρηγορήσει εκείνη την ώρα, ήταν ακριβώς αυτή η σκέψη.
Ένα γατολίβαδο πάνω στο καφάσι με τα φουσκωτά μήλα που είχα για κρεβάτι.
Σας αγαπάω κορίτσια μου!    
 *
13/17 Ειμαι ολόγλυκια το ξέρω! Κυριολεκτικά!
Οι 300 του Λεωνίδα, μαζί με τα 40 παλικάρια από την Λιβαδειά, παρέα και οι 150 Ιερολοχίτες και (αν όχι πάντα, πάντως αρκετά συχνά) οι αναπληρωματικοί τους καλπάζουν όλοι μαζί πάνω σε μόρια γλυκόζης στο αίμα μου φρουρώντας τα κάστρα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μου με περισσή ανδρεία.
Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία και τις τιμές του διαβήτη, αυτό σημαίνει ότι παχουλά μόρια γλυκόζης που παράγονται από το συκώτι λόγω του στρες, ακόμα και αν το φαγητό που λαμβάνεις είναι μετρημένο επακριβώς από τον διαβητολόγο, ορμάνε να μπουκώσουν και να βουλώσουν κάθε μικρο αγγείο στο κορμί, προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες.
Οι νοσηλεύτριες χλωμιάζουν μόλις βλέπουν τιμές 400, 500 και 550 καθημερινά, με κοιτάνε απορημένες που δεν έχω πέσει ακόμα σε διαβητικό κώμα, και με τρυπάνε ολημερίς και ολονυχτίς με ενέσεις ινσουλίνης για να βοηθήσουν.
Στο σπίτι δεν φτάνω ποτέ τέτοιες τιμές και τους εξηγώ ψύχραιμα, ότι είναι από την ταλαιπωρία και το στρες της κατάκλισης και της επέμβασης. Με κοιτάνε με αμφιβολία αν και η διαβητολόγος τους το επιβεβαιώνει.
Πάντως «Ελα καλή μου να σε καλύψουμε λίγο για τις επόμενες ωρες» μου λένε πονετικά και περνάνε κάθε δυο ώρες να μου κάνουν την δόση μου. Ευτυχώς, είτε γιατί είναι πάνλεπτες αυτές οι βελόνες είτε γιατί οι ίδιες είναι πολύ αλαφροχέρες ούτε που κατάλαβα ποτέ την παραμικρή ενόχληση.
Μέτα γνωρίσα μια καταπληκτική ειδικευόμενη διαβητολόγο που κάθεται μαζί μου και μου εξηγεί ότι πέρασε πια η εποχή που έστιβα το πάγκρεας μου με τα φάρμακα για να παράγει δικιά του ινσουλίνη και ήρθε ο καιρός να την παίρνω με ενέσεις εξωτερικά.
Ομολογώ ότι γνώριζα ότι θα ερχόταν αυτός ο καιρός αλλά το απωθούσα στο μυαλό μου με μανία. Έχω ακούσει ανθρώπους που λυπούνται τους ινσουλινοεξαρτώμενους και η φράση «Αχ βρε κορίτσι μου... έπεσες στην ινσουλίνη από τόσο νέα!» μου τρύπαγε το μυαλό και την αυτοεκτίμηση. Γ/μτο! Δεν γουστάρω καθόλου να με λυπούνται οι άνθρωποι!
Πάντως η γιατρίνα αυτή μου απομυθοποίησε αυτή την ιδέα, μου εξήγησε ότι τώρα πια η ινσουλίνη ρυθμίζεται πολύ αποτελεσματικά και η περίπτωση υπογλυκαιμικού σοκ λόγω λανθασμένης δόσης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Επίσης μου εξήγησε ότι η εικόνα σύριγγες-μπουλάκακι με ινσουλίνη-βελόνες-απολύμανση-ένεση είναι τελείως παρωχημένη. Οι δόσεις της ινσουλίνης πλέον εγχέονται από μικρά δοχεία στο μέγεθος ενός στυλό, με τριχοειδή βελόνα μήκους μόλις 0,75 του εκατοστού, με δοσομετρητή ακριβείας και μεταφέρονται ευκολότατο και στο μικρότερο τσαντάκι.
Όταν τελικά αποφασίστηκε η σωστή δόση για μένα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους και πλέον έμαθα να παίρνω τις δόσεις μου από μόνη μου ακόμα και την ώρα που βλέπω τηλεόραση ή μιλάω στο τηλέφωνο.
Η διαδικασία είναι απλούστατη –αρκει να έχεις κάποιον να στη  θυμίζει βέβαια, μπορεί να είναι απλούστατη και ανώδυνη αλλά την άρνηση δεν την έχω τελείως αποβάλει ακόμα!- και τα αποτελέσματα θεαματικά.
Από τις πρώτες φορές που μου έδωσαν ινσουλίνη το κορμί μου ανακουφίστηκα από ένα σωρό συμπτώματα από τα οποία υπέφερα χρόνια.
Κι αν πια δεν είμαι ολογλυκια όπως παλιά, δεν πειράζει.
Χεχεχε! Θα έχω πάντα μια ολογλυκια προσωπικότητα, αρκεί να μην με κοιτάξει ποτέ κάνεις με λύπηση που «επεσα σε ινσουλινη»
Γιατί τότε...!
 *
14/17 85 εκατοστά μέχρι τον τοίχο και ένα αυγό κάτω από το χειρουργημένο πόδι!
Έχουν περάσει 5 μέρες από την επέμβαση. Το πρωί εμφανίζεται ένας φυσικοθεραπευτής και με εμψυχώνει για να μπορέσει να με σηκώσει καθιστή στο κρεβάτι για πρώτη φορά.
Είμαι τόσο αναστατωμένη που μου έρχεται να κλάψω. Οι συγκάτοικοι που σηκώθηκαν νωρίτερα από μένα λόγω ελαφρότερων επεμβάσεων, φώναζαν και βογκούσαν και αρνούνταν να καθίσουν περισσότερο από 3-4 λεπτά.
Ήθελα να του πω ότι είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να καθίσω σαν άνθρωπος που δεν με ένοιαζε οποιοσδήποτε πόνος όσο μεγάλος και αν ήταν.
Με έμπειρες κινήσεις με τραβάνε από την ανάσκελη στάση στην καθιστή και μια απίστευτη ορθοστατική υπόταση με κάνει να χάνω τον κόσμο γύρω μου. Όμως αρπάζομαι από πάνω τους, γαντζώνομαι από τα χέρια  και τον αυχένα του Νικόλα δίπλα και κάθομαι όσο μπορώ καθιστή.
Με πιάνουν πάλι τα κλάματα. Είναι τόσο μεγάλη η ανακούφιση, σαν να ήμουν πεθαμένη και αναστήθηκα. Σε απόσταση μόλις 75 εκατοστών μακριά από τα μάτια μου είναι ο τοίχος της τουαλέτας. Τον κοιτώ και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο υπέροχο θέαμα που έχω δει στη ζωή μου. «Κοιτάχτε τι όμορφος που είναι αυτός ο τοιχος» μουρμουράω και η νοσηλεύτρια με αγκαλιάζει και μου χαμογελάει.
«Κανε υπομονή κυρία Βούλγαρη, σύντομα όλα θα είναι πολύ καλύτερα στο υπόσχομαι!» Να ναι καλά το κορίτσι. Το ένοιωθα πως χαιρόταν με την χαρά μου.
Τις επόμενες μέρες ο τοίχος της τουαλέτας έγινε φίλος μου. Τον παρατηρούσα ενδελεχώς τα λεπτά που άντεχα καθιστή και σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να κάνω για να τον ευχαριστήσω. Ήταν τόση η ξεκούραση και η ευχαρίστηση αυτά τα λεπτά. Όσο περισσότερο τα άντεχα, τόσο πιο μεγάλη η ανακούφιση.
Ο φυσικοθεραπευτής με καθησύχασε για την υπόταση, είπε ότι συνήθως οι νεότεροι άνθρωποι το παθαίνουν πιο έντονα αυτό σε σχέση με τους μεγαλύτερους, μικρή παρηγοριά βέβαια, αλλά ήμουν αποφασισμένη και δυο μέρες αργότερα ήρθε και η στιγμή να πατήσω και όρθια στο ένα πόδι για μερικά λεπτά!
Ααα! Βλέπεις αλλιώς τον κόσμο από την όρθια στάση, κάτι ήξεραν οι πρόγονοι που την  επέλεξαν, βλέπεις πιο μακριά για να προφυλαχτείς από τους εχθρούς σου, φτάνεις και τα φρούτα στα δέντρα, δείχνεις το μπόι σου και μιλάς με τους άλλους επί ίσοις όροις βρε παιδιά!
Βέβαια δεν επιτρεπόταν να πατήσω καθόλου το χειρουργημένο πόδι διότι όπως είπε ο γιατρός «Δεν θέλουμε να ακουστεί κανένα κλακ και να βγει η νέα σου άρθρωση από την θέση της»!!!
Αυτή η κουβέντα του με ακολουθεί με τρόμο ακόμα  μέχρι σήμερα. Προσέχω πια πολύ όταν  σηκώνομαι με το ΠΙ και προσπαθώ να αλλάξω ένα δυο βήματα με το πόδι στον αέρα «λες και έχεις ένα αυγό από κάτω και φοβάσαι μην το πατήσεις και σπάσει» όπως είπε σε άλλη περίπτωση ο ίδιος.
Πάντως το άλλο πόδι το δεξι το μη χειρουργημένο, με έβγαλε παλικάρι στις δύσκολες στιγμές. Πριν την επέμβαση πονούσε ακριβώς το ίδιο με το αριστερό και μερικές φορές περισσότερο, η επιλογή για την πρώτη επέμβαση έγινε τυχαία με α-μπε-μπα-μπλομ, αφού και τα δυο είχαν την ίδια ζημιά. Κι όμως, ίσως λόγω της πολυήμερης ξεκούρασης και ξάπλας, δεν με πονάει καθόλου πια και στηρίζει το κορμί μου μια χαρά, ακόμα και τώρα που κάθομαι στην καρέκλα τις περισσότερες ώρες της μέρας.
Ίσως να σκιάχτηκε κι αυτό στην ιδέα να περάσουμε μαζί ξανά την ίδια ταλαιπωρία της επέμβασης για δεύτερη φορά, ίσως να κάνει απλά ανακωχή μαζί μου, η ουσία είναι ότι δεν με πονάει και αυτό είναι από μόνο του ενθαρρυντικό.
 *
15/17 Τατουάζ
«Για δείξε μου στον αέρα με το χέρι σου πόση είναι η τομή»
Ζητάω από τον γιατρό που μου κάνει την πρώτη αλλαγή στο τραύμα.
Μου δείχνει ένα μήκος περίπου 15-20 εκατοστά, δεν μπορώ να δω με τα μάτια μου αλλά φαντάζομαι ότι θα είναι κάπως τρομακτική όταν επουλωθεί.
Το σκέφτομαι το πράγμα, αν και όπως έχω πει ξανά η σχέση μου με την γυναικεία φιλαρέσκεια έχει ατροφήσει εδώ και καιρό, σιγά μην ντραπώ μια τομή 15-20 εκατοστά στον γοφό!
Αλλά μετά μου περνάει μια ιδέα που δεν φαίνεται καθόλου κακή.
Ένα τατουάζ! Ενα μακρύ φιδωτό τατουάζ πάνω στην τομή, όταν αυτή επουλωθεί τελείως, είναι ίσως η λύση για να την κρύψει.
Ονειρεύομαι δυο λεπτά φίδια να κατεβαίνουν στους γοφούς μου συμμετρικά, ή ίσως δυο περικοκλάδες στενές με λουλουδάκια ή γιατί όχι ένα δυναμικό τράιμπαλ σχέδιο κατά μήκος.
Αλλά όχι! ΟΧΙ! Θα φτιάξω μια σειρά γατοπατουσάκια να κατεβαίνουν κατά μήκος της τομής προς τα κάτω! ΝΑΙαιαιαιαιαι! Αυτό θα κάνω!
Ο Νικόλας γουρλώνει τα μάτια του, αλλά τι να πει κι αυτός. Άμα μου μπει ιδέα δύσκολα την αλλάζω και στο κάτω κάτω αν αυτό μου δίνει κάτι να απασχολώ το μυαλό μου, τόσο το καλύτερο.
Ωραία! Πάνω που είχα αρχίσει να προβληματίζομαι για το που θα κάνω το επόμενο τατουάζ μου.
 *
16/17 Πινγκ! Πινγκ! Πινγκ! Και επιστροφή στο σπίτι.
Έχουν περάσει πια οι μέρες και η κυρία Ξένη και η κυρα-Κατίνα έχουν ήδη φύγει για τα σπίτια τους. Εγώ μένω δυο ακόμα μέρες, αλλά επιτέλους μου ανακοινώνουν ότι την Κυριακή παίρνω εξιτήριο για το σπιτάκι μου.
Από τις άλλες ασθενείς στο θάλαμο, ξέραμε ότι είχαμε 2 εναλλακτικές.
Να περιμένουμε το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, όποια ώρα της μέρας ήταν διαθέσιμο για με παραλάβει για την μεταφορά. Ή να καλέσουμε ένα ιδιωτικό ασθενοφόρο που 75 ευρώ αργότερα, σε μεταφέρει χωρίς χρονοτριβή και αναμονές.
Διότι στις άλλες περιπτώσεις οι άνθρωποι είχαν μείνει να περιμένουν ως και τις 9 το βράδυ για να επιστρέψουν σπίτι τους.
Τώρα εμείς, στην εεε... χμ... όχι και τόσο ανθηρή οικονομική μας κατάσταση τα λυπηθήκαμε τα 75 ευρόπουλα και αποφασίσαμε να κάνουμε υπομονή και να περιμένουμε το ΕΚΑΒ ακόμα κι αν έφτανε το βράδυ. Δεν μαζέψαμε λοιπόν από νωρίς τα πράγματα που είχαν συσσωρευτεί στο νοσοκομείο (από ρούχα μέχρι μαξιλάρια από το σπίτι και από τα μπαστούνια μου μέχρι όλο το σετ καλλυντικών μου που ασκόπως είχα περιλάβει στην βαλίτσα μου)  Άλλωστε την Κυριακή αυτή θα έπρεπε να μου κόψουν και τα ράμματα και σίγουρα θα μας έπαιρνε χρόνο και θα αργούσα να φύγω.
Στις 10 το πρωί μπαίνουν ξαφνικά στο θάλαμο η νοσηλεύτρια, ο γιατρός και οι... τραυματιοφορείς!!!
«Φεύγετε κυρία Βούλγαρη!»
«Πότε καλέ?»
«Τώρα! Να τα τα παιδιά, ήρθαν να σας πάρουν!»
«Και τα ράμματα?»
«Τώρα θα σας τα βγάλει ο γιατρός!»
Πανικός.
Ο Νικόλας να προσπαθεί να μαζέψει σε μια βαλίτσα πράγματα που χωρούσαν σε δυο. Τα πέταγε σε σακούλες του ΣΜ όπως-όπως, χύμα. Ρούχα, παντόφλες, μαχαιροπίρουνα, καλλυντικά, άπειρες πετσέτες που χρησίμευαν σαν μαξιλαράκια για την μέση μου, πλυμένα και άπλυτα όλα μαζί.
Την ίδια στιγμή οι τραυματιοφορείς παραμέριζαν τα διπλανά κρεβάτια για να μπορέσει να χωρέσει το φορείο του ασθενοφόρου που είχαν μαζί τους.
Και ο γιατρός... Ο γιατρός είχε πιάσει δουλειά στο πόδι μου και με κάποιο εργαλείο έβγαζε τα συνδετηράκια/ράμματα που μου είχαν κάνει.
Τα πιο ψηλά στο πόδι δεν τα κατάλαβα καλά καλά, τα πιο χαμηλά ήταν κάπως πιο επώδυνα, αλλά ντοπαρισμένη όπως ήμουν από την χαρά της αποχώρησης δεν κατάλαβα τίποτα.
Πάντως τον άκουσα τον τελευταίο ήχο της υπόθεσης «Πινγκ! Πινγκ! Πινγκ!» 15 φορές, όσες ακριβώς γλιστρούσε το εργαλείο του πάνω στα μεταλλικά συρματάκια που πετάγονταν στον αέρα γεμίζοντας τον τόπο τριγύρω. Ένα μάλιστα από αυτά σκάλωσε πάνω στο νυχτικό μου και το βρήκα όταν έφτασα σπίτι μου. Λέω να το φυλάξω σε ρητίνη και να το κάνω... αναμνηστικό μενταγιόν μιας απόλυτα ανώδυνης εμπειρίας μέσα σ όλη αυτή την ταλαιπωρία.

Οι τραυματιοφορείς με ανασηκώνουν και με μεταφέρουν στο φορείο, με σκεπάζουν με κουβέρτες γιατί έξω κάνει ψοφοκρυο, εγώ ξαναχαιρετάω τα πλήθη, τις νοσηλεύτριες και τους γιατρούς που συναντάω στο πέρασμα μου από τον μακρύ διάδρομο της πτέρυγας.
Κάνουμε και μια ανάλυση τέχνης σε ένα πίνακα που υπάρχει αναρτημένος εκεί με τα δυο παλικάρια, όσο περιμένουμε να τυπώσουν το εξιτήριο και τις οδηγίες και τα φάρμακα για το σπίτι.
Μόλις στις 10:45 είμαι ξαπλωμένη μέσα σε ανακουφιστική ψύχρα στο ασθενοφόρο και βλέπω από τις χαραμάδες των παραθύρων την Αττική Οδό και τις γέφυρες της, που περνάνε από πάνω μου. Πλησιάζοντας στην γειτονιά βλέπω τα γνωστά μπαλκόνια που γνωρίζω από τότε που γεννήθηκα εδώ και είμαι τόσο χαρούμενη που λέω χαζομάρες με τα παιδιά του ΕΚΑΒ για το τι σημαίνουν τα τατουάζ μου που βλέπουν στο λαιμό και τον καρπό μου.
«Αυτο εδώ στο λαιμό συμβολίζει στην γλώσσα των Μαορί την απελευθέρωση από τον σωματικό πόνο και αυτό στο χέρι είναι Κινέζικο ιδεόγραμμα που συμβολίζει την επιστροφή στο σπιτι» τους λέω χωρίς να ντρέπομαι (σε καθένα που με ρωτάει κάθε φορά, λέω πάντα ότι συμβολίζουν διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με την διάθεση μου)
Ο Νικόλας ακολουθεί με το αυτοκίνητο καθυστερημένος, αφού κάνει δυο διαδρομές για να μεταφέρει τα πράγματα από το νοσοκομείο στο αυτοκίνητο, κολλάει στην κίνηση και στην Ιουλιανού κολλάει και πίσω από ένα πούλμαν με παιδάκια που αποβιβάζονται για να μπουν σε ένα σινεμά.
Καταφτάνει στο σπίτι όταν οι τραυματιοφορείς έχουν καταφέρει να σηκώσουν μόνοι τους το βάρος του φορείον μαζί με το δικά μου, στα τέσσερα σκαλιά που έχουμε στην είσοδο του σπιτιού. Είναι ομολογουμένως γεροδεμένα και χειροδύναμα τα παλικάρια!
Ευτυχώς έχω κλειδιά του σπιτιού μαζί μου, ο καλός μου έχει ήδη κάνει περάσματα ανάμεσα στα έπιπλα από την προηγούμενη μέρα και με μεταγγίζουν από το φορείο  σε μια καρέκλα του γραφείου με ροδάκινα.
Μυρίζω την γνωστή μυρωδιά των βιβλίων μου στη βιβλιοθήκη που τόσο μου είχε λείψει και ο Νικόλας μου φέρνει ένα χοντρό φουντωτό γουρούνι στην αγκαλιά.
Δεν την αναγνωρίζω την γάτα μου έτσι που έχει επεκταθεί προς όλες τις διαστάσεις έχοντας φουντωσει με το κρύο, μου φαίνεται πιο άσπρη και πιο όμορφη από ποτέ!
Είμαι πια στο σπίτι μου!
 *
17/17 Στο σπίτι μου και...Αχ και να ταν ο κόσμος γεμάτος χειρολαβές
Η περιπέτεια έχει τελειώσει, το καφάσι με τα φουσκωτά μήλα έχει αντικατασταθεί από ένα ανατομικό στρώμα με 2000 ελατήρια –αληθεια σας λέω, δεν το είχα εκτιμήσει αρκετά αυτό το στρώμα πάρα μόνο τώρα- και το μάλλινο φουντωτό κασκόλ, υποκατάστατο της Φρέγιας, με την ίδια την Φρέγια αυτοπροσώπως.
Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ρόδινα βέβαια, αλλά κάθε μέρα γίνονται και καλύτερα και προσπαθώ όσο μπορώ να επιβαρύνω τον Νικόλα όσο γίνεται λιγότερο.
Το μόνο που μου λείπει είναι μερικές... χειρολαβές σε βολικά μέρη μέσα στο σπίτι, όταν προσπαθώ να σηκωθώ ή να αλλάξω στάση ή όταν σέρνω την καρέκλα γραφείου με τα ροδάκια από δωμάτιο σε δωμάτιο, βάζοντας δύναμη στο ένα μόνο πόδι και σε όποια πόρτα, τοίχο, ντουλάπι ή ότι άλλο μπορεί να μου δώσει κράτημα.
Ναι! Μερικές έξτρα χειρολαβές τις ήθελα μέσα στο σπίτι μου αλλά στην επόμενη επέμβαση θα φροντίσω να προμηθευτώ από πριν αναπηρικό καροτσάκι, αυτό με τις μεγάλες ρόδες που σου δίνει μια υποτυπώδη ευχέρεια στις κινήσεις.

Και μπορεί να μην φτιάξω τα παραδοσιακά γλυκά φέτος και το γεμιστό κοκοράκι τα Χριστούγεννα και την κρεατόπιτα σπεσιαλιτέ μου, αλλά δεν παραπονιέμαι.
Ελπίζω σε λίγο καιρό να περπατάω κιόλας και ενώ στην αρχή το είχα αποκλείσει εντελώς να κάνω άμεσα την δεύτερη επέμβαση, τώρα αρχίζω να το σκέφτομαι κάπως. Απλά θα γνωρίζω καλύτερα την δεύτερη φορά και θα κάνω κάποιες κινήσεις που θα διευκολύνουν την κατάσταση.
Η επέμβαση σε κρατικό νοσοκομείο είναι βέβαια δωρεάν, αλλά πολλά χρήματα έφυγαν χωρίς να το καταλάβουμε καλά καλά. Τέλος πάντων, αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θέλει πολλή κουβέντα.
Ο Νικόλας πάντως έχει να θυμάται εντυπωσιασμένος δυο τρία περιστατικά που δεν περίμενε να συμβούν.
Πρώτα την τραπεζοκόμα που τον λυπήθηκε και τον τάιζε στο νοσοκομείο χωρίς να της το ζητήσει κανείς.
Μέτα μια κυρία σε ένα ψιλικατζίδικο της περιοχής, που τον βοήθησε να βρει θέση πάρκινγκ μετακινώντας το αυτοκίνητο του γιου της την μέρα της επέμβασης και όχι μόνο, όταν τον είδε πανικόβλητο να βιάζεται να μπει έγκαιρα στο νοσοκομείο, πριν με πάρουν στο χειρουργείο.
Τέλος τους δυο τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ, που κατά παράδοση τους δίνεις ένα χαρτζιλίκι για την βοήθεια στην μεταφορά και που δεν δέχτηκαν επ ουδενί να πάρουν χρήματα, παρ όλο που επιμείναμε και οι δυο πολύ.
Να ναι καλά αυτοί οι άνθρωποι!
Ήταν μια όαση μέσα στην τρέλα των ημερών και μια εξαιρετική έκπληξη.

Εγώ πάλι δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά και κυρίως την επηρμένη αυτοπεποίθηση μου ότι θα τα κατάφερνα χωρίς βοήθεια μέσα στο νοσοκομείο. Σας βεβαιώνω ότι την λούστηκα την ψυχρολουσία κανονικά όταν δεν μπορούσα με τίποτα να διαβάσω ή να λύσω σουντοκου, ούτε καν να δω τηλεόραση, αν και τα τουρκικά σήριαλ είχαν μεγάλη πέραση στους υπόλοιπους στο θάλαμο και έμαθα επιτέλους και ποιος είναι ο Μπελχούλ που φοβόταν μην χάσει η κυρα-Κατίνα αν της έκοβαν το ρεύμα στο σπίτι.

Σήμερα ήρθε και η φυσιοθεραπεύτρια στο σπίτι και άρχισα να κάνω ασκήσεις και να περπατάω με λιγότερο φόβο με το ΠΙ.
Μου έχει λείψει πολύ ένας περίπατος με τα πόδια μωρέ παιδιά!
Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου μέχρι τα Χριστούγεννα να τον κάνω.
Έστω και με μπαστούνια και πατερίτσες.

ΤΕΛΟΣ


Υ.Γ.
Εφερα εδώ αυτές τις ιστορίες για αρχειακούς λόγους.
Σε λίγες μέρες θα βάλω και τις επόμενες από την δεύτερη επέμβαση μου στο δεξί ισχίο.
Διότι, ναι... το αποφάσισα τελικά και έκανα και την δεύτερη επέμβαση. Αυτή εξελίχθηκε πολύ πιο εύκολα είναι η αλήθεια, αλλά 7 επώδυνους μήνες αργότερα η κατάσταση μου δεν ηταν και τόσο σόι.
Αρα και οι ιστορίες είναι κάπως πιο μαύρες...
Σε λίγες μέρες!
 
posted by ralou at 9:30 π.μ. | Permalink |


0 Comments:


usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com